Πλησίαζαν μεσάνυχτα της ...
24ης Δεκεμβρίου του 1818. Στο χωριουδάκι Όμπερντορφ του Σάλτσμπουργκ, μέσα στη λευκότητα του χιονιού που έμοιαζε να φωτίζει ακόμα και το σκοτάδι, οι κάτοικοι τυλιγμένοι μέσα στα ζεστά τους ρούχα βιάζονταν να φτάσουν στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, για να ακούσουν την λειτουργία της Γεννήσεως.
Η λειτουργία έχει αρχίσει, όταν μετά από λίγο, οι συγκινημένες και βροντερές φωνές του παπά και του δάσκαλου του χωριού με τη συνοδεία κιθάρας και τη χορωδία των χωρικών, άρχισαν να ψάλλουν ένα τραγούδι.
Ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι, που δεν είχε ξανακουστεί και που εκείνη τη στιγμή ερμηνευόταν από τους δυο συνθέτες του.
Λίγοι από τους συγκεντρωμένους πιστούς κατάφεραν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Τόσο τα λόγια, όσο και η μουσική είχαν ακολουθήσει το σωστό δρόμο, για να φτάσουν στις καρδιές τους.
Ακόμα και ο μεγάλος Βάγκνερ και μαζί με αυτόν ο Πουτσίνι, ο Βέρντι και πολλοί άλλοι συνθέτες, αναγνώρισαν στη μουσική του "Στίλε Νάχτ", τη δύναμη να ξυπνήσει στις ανθρώπινες καρδιές ένα περίεργο συναίσθημα θρησκευτικότητας και χριστιανικής αδελφοσύνης.
Από εκείνη τη νύχτα λοιπόν σε εκείνο το χωριό, άρχισε το θριαμβευτικό ταξίδι του Χριστουγεννιάτικου τραγουδιού, που ήταν προορισμένο να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο με την υπογραφή του "ανώνυμου συνθέτη" -άσχετο αν η μουσική έχει αποδοθεί κατά καιρούς άλλοτε στον Μότσαρτ, άλλοτε στον Χάυντ και -γιατί όχι- στον Μπετόβεν.
Η "Στίλε Ναχτ" έγινε για τους αγγλόφωνους "Σάιλεντ Νάιτ, Χόλυ Νάιτ", για τους Γάλλους "Ντους Νουί, σαίντ νουί", για τους Ιταλούς "Σάντο Νατάλε, νότε ντ΄οπάλ", για τους ισπανόφωνους "Νότσε δε πας! Νότσε δε λους", για τους Σουηδούς "Στίλλα νατ, χέλιγκα νατ".. και για εμάς τους Έλληνες "Άγια Νύχτα"..
Οι κάτοικοι της Αμαζονίας με την σειρά τους τραγουδούν ινδιάνικα το "Άκαμοτ νετ", οι κάτοικοι της Τανγκανίκας τραγουδούν "Ουζίκου μτακατίφου", οι Ιάπωνες "Σιζουκέκι μαγιονάκα Μάκι νο μισόρα", οι Ρώσοι "Τιτσκάγια νοτς, ντίβναγια νοτς".
Και πόσα ακόμη μπορώ να σας πω και ας σας τα λέω πρωί πρωί ίσως κάποια λάθος. Η μετάφραση -ας αναφέρω και ένα ακόμη ως τέλος- στη γλώσσα του Λαμπαρενέ, στον Ισημερινό, "Νοέλ Όμπρυα", αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν σκεφθεί κανείς ότι είναι έργο του Αλβέρτου Σβάιτσερ, του διάσημου Γάλλου γιατρού που ίδρυσε στο Λαμπαρενέ, το γνωστό νοσοκομείο για τους ιθαγενείς στους οποίους αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του.
Αλλά πώς γεννήθηκε αυτή η μελωδία ;
Στο Όμπερντορφ ζούσαν δυο φίλοι: Ο ένας ήταν δάσκαλος του χωριού, αλλά και αξιόλογος οργανοπαίκτης, o Φράντς Γκρούμπερ και ο άλλος ήταν παπάς, ο Γιόζεφ Μορ.
Γεννημένος στο Σάλτσμπουργκ στις 11 Δεκεμβρίου 1792. Ο πατέρας του, -του παπά εννοώ- που ανήκε σε παλιά οικογένεια αγροτών του Λουνγκάου, άφησε πολύ γρήγορα τη δουλειά στα χωράφια για να γίνει στρατιωτικός.
Στο Σάλτσμπουργκ, γνώρισε μια νεαρή κεντήστρα, την Άννα Σόιμπερ και την ερωτεύτηκε.
Τον επόμενο χρόνο ήρθε στον κόσμο μέσα στην αθλιότητα ο μικρός "Ζέππερλ".
Ο πατέρας βρισκόταν μακριά με τον στρατό του και έτσι τον έφερε να τον βαφτίσει ο δήμιος του Σάλτσμπουργκ, που ήταν φίλος της οικογένειας.
Κατά περίεργο τρόπο, το μακάβριο επάγγελμα του νονού, δεν είχε αρνητική επίδραση στον μικρό. Και μάλιστα, όπως λέει κάποιος βιογράφος του, η ευνοική τύχη σε αντάλλαγμα για τη μίζερη ζωή του, του χάρισε δυο μεγάλα δώρα: ένα έμφυτο συναίσθημα ευφροσύνης και γνήσιο μουσικό ένστικτο.
Να όμως που την παραμονή των Χριστουγέννων του 1818 τα πεινασμένα ποντίκια σκέφτηκαν να ροκανίσουν τις χορδές του εκκλησιαστικού οργάνου στην εκκλησία του Όμπερντορφ.
Απελπισία έπιασε τον Μορ και τον Γκρούμπερ, όταν το παρατήρησαν. Πώς να φανταστεί κανείς μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα χωρίς τραγούδια ;
Πιο εύκολο θα ήταν να την φανταστεί χωρίς χιόνι, -πόσο αληθινό αυτό πλέον-. Οι δυο άνδρες συζήτησαν για αρκετή ώρα στο σπίτι του Γκρούμπερ. Τότε ξαφνικά, ο Μορ κάθισε στο γραφείο του φίλου του, έγραψε στα γρήγορα μερικούς στίχους σε ένα φύλλο χαρτί, έτσι απλά όπως έβγαιναν από την ψυχή του, το έδωσε στον Γκρούμπερ και έφυγε δίχως να πει λέξη.
Όταν έμεινε μόνος ο Φράντς το διάβασε και το ξαναδιάβασε αρκετές φορές. Ύστερα πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε με το μέτωπο ακουμπισμένο στο τζάμι να κοιτάζει τη φωτεινή σιωπή που σκέπαζε σιγά σιγά το χωριό. Κοιτούσε το χιόνι που έπεφτε αργά και σιωπηλά.
Σε λίγο ένιωσε ότι εκείνη η βαθιά λευκή γαλήνη έμπαινε μέσα στην καρδιά του και άρχισε έτσι να "ξεχύνεται" μια μελωδία γλυκιά και επιβλητική μαζί.
Ύστερα από λίγο είχε "γεννηθεί" η "ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ". Μα πώς θα την έπαιζαν, αφού το εκκλησιαστικό όργανο είχε χαλάσει και τους έμεναν λίγες ώρες μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα ;
Τώρα ήταν ο Φραντς Γκρούμπερ αυτός που έτρεξε στον φίλο του Μορ, μαζί με την κιθάρα του -φυλασσόταν στο Αστικό Μουσείο του Σάλτσμπουργκ-.
Στα γρήγορα βρήκαν μερικούς καλλίφωνους συγχωριανούς τους, έφτιαξαν μια μικρή χορωδία και έτσι τα μεσάνυχτα, ανάμεσα στο συγκινημένο εκκλησίασμα, το πιο γλυκό Χριστουγεννιάτικο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, πλημμύρισε εκκλησία και τις καρδιές..
Ο οργανίστας Μαουράχερ, το αντέγραψε και το πήγε στο Φύγκεν. Το τραγούδι μεταδόθηκε σε όλα τα γειτονικά χωριά.
Έφτασε και στο Τζίλρταλ, σε μια κοιλάδα του Τιρόλου. Εκεί ζούσε η πασίγνωστη οικογένεια Στράσερ, που κατασκεύαζε γάντια.
Την αποτελούσαν ένα κορίτσι και τέσσερα αγόρια, που ταξίδευαν κάθε χρόνο σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας για να παρακολουθήσουν πανηγύρια και παζάρια και να προωθήσουν τα γάντια τους, χωρίς να παραλείπουν να δείχνουν ην ασυνήθιστη κλίση τους στο τραγούδι.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1832, σε μια συναυλία στη Λειψία, περιέλαβαν στο πρόγραμμά τους και την καινούργια χριστουγεννιάτικη μελωδία, που κέρδισε την αγάπη των ακροατών.
Ανάμεσα στους ακροατές, βρέθηκε τυχαία ένας μουσικός από τη Δρέσβη, ο Φρίζε. Μόλις γύρισε στο ξενοδοχείο του, έγραψε το τραγούδι που το θυμόταν, το έφερε στη Δρέσβη και από κει στο Βερολίνο.
Μια άλλη οικογένεια τραγουδιστών ης Τζίλρταλ, οι Ράινερ, τραγούδησαν την μελωδία το 1822 στο κάστρο του Φύγκεν μπροστά στον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄ και τον τσάρο Αλέξανδρο.
Το 1839 μεταφέρθηκε στη Ν. Υόρκη, όπου το τραγούδησαν για πρώτη φορά σε ανοιχτό χώρο μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος που καταστράφηκε αργότερα από πυρκαγιά.
Έτσι δεν πρέπει να παραξενευόμαστε για το γεγονός ότι η παγκόσμια επιτυχία τω φτωχών στίχων που ξεπήδησαν από την πίστη δυο ανθρώπων σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό, θαμμένο στο χιόνι, έσπρωξε πολλούς να πλουτίσουν την ιστορία του τραγουδιού με πολλά ανέκδοτα και λεπτομέρειες.
Εκτός από τα διηγήματα και τα θεατρικά έργα, που ενέπνευσε, η "Αγια Νύχτα" υπήρξε το θέμα μιας ταινίας που γυρίστηκε με τίτλο "Το αθάνατο Ληντ" όπου βρίσκονται τα πάντα: θάνατοι, τραγωδίες, πόλεμοι.
Με αυτή την ιστορία του χριστουγεννιάτικου τραγουδιού, που δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιος που δεν το έχει ακούσει ή δεν το έχει σιγοψιθυρίσει σαν παιδί...θα σας ευχηθώ μέσα από την καρδιά μου, ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Με υγεία για εσάς και όλους τους δικούς σας και πολλά χαμόγελα διότι απαιτείται δύναμη για την συνέχεια όλων σ΄ αυτούς τους "άγριους" καιρούς.