Το 1951, η Ελλάδα προσπαθούσε να ...
ανακάμψει μετά από μια μακρά περίοδο πολέμου και καταστροφής.
Η χώρα μόλις είχε αρχίσει να ξεπερνά τις συνέπειες της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, με τον κόσμο να προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να προγραμματίσει το μέλλον του, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανές τις μνήμες του αγώνα για την ελευθερία.
Ο ελληνικός κινηματογράφος, αν και φαινόταν ελληνικός, αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες, κυρίως λόγω των περιορισμένων τεχνικών μέσων και των δύσκολων συνθηκών παραγωγής. Η δημιουργία μιας ταινίας που να αποδίδει την Αντίσταση με συγκινητικό τρόπο ήταν μια πολύπλοκη πρόκληση.
Ο Αντώνης Ζερβός, ενεργός παραγωγός της εποχής, είχε ήδη δημιουργήσει το προσωπικό του κινηματογραφικό στούντιο και γύριζε τις ταινίες της εταιρείας του στη Φιλοθέη, περιοχή που τότε προσφερόταν για φθηνά οικόπεδα και ήταν κοντά στην Αθήνα.
Αποφάσισε να αναλάβει την παραγωγή μιας ταινίας που θα αναφερόταν στην Κατοχή και τις πληγές που άφησε πίσω της. Η υπόθεση ήταν απλή, αλλά συναισθηματικά φορτισμένη: ένας καπετάνιος επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και ψάχνει να βρει την οικογένειά του, μόνο για να ανακαλύψει ότι έχει χάσει τα πάντα.
Η γυναίκα του έχει πεθάνει, η κόρη του και ο αρραβωνιαστικός της εκτελέστηκαν από τους Ναζί, και ο γιος του έγινε αντάρτης, καταφεύγοντας μετά από σαμποτάζ.
Η ταινία είχε εξαιρετικό καστ, με την Έλλη Λαμπέτη, σύζυγο του Μάριου Πλωρίτη, τον Νίκο Χατζίσκο, τον Μίμη Φωτόπουλο, που είχε επιστρέψει από στρατόπεδο εξορίστων στη Μέση Ανατολή, και άλλους ηθοποιούς που έκαναν σημαντική καριέρα στον ελληνικό κινηματογράφο.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου 1951 σε πέντε κινηματογράφους της Αθήνας και οι κριτικοί την υποδέχθηκαν με θετικές κριτικές. Το σενάριο ήταν του Γιώργου Ασημακόπουλου, βασισμένο σε ιδέα του Κίμωνα Σταθόπουλου, που αργότερα έγινε ένας από τους κορυφαίους μακιγιέζ του ελληνικού κινηματογράφου, και η σκηνοθεσία του Γιώργου Ζερβού.
Ο κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης στο περιοδικό Έθνος παραδέχεται τις δυσκολίες στην παραγωγή μιας ταινίας με θέμα τον πόλεμο, αλλά αναφέρει και κάποιες λεπτομέρειες που δείχνουν απειρία, όπως η σκηνή όπου οι σαμποτέρ εμφανίζονται το βράδυ φορώντας λευκά πουκάμισα.
Ο λογοτέχνης και κινηματογραφικός κριτικός Μιχάλης Περάνθης αναγνωρίζει την εξαιρετική ερμηνεία του Κίμωνα Φλεττού, ο οποίος υποδύεται τον αδελφό της Έλλης Λαμπέτη, και παρατηρεί ότι το ταλέντο του στον κινηματογράφο ξεχώριζε σε σχέση με άλλους ηθοποιούς, οι οποίοι είχαν πιο θεατρική προσέγγιση στην ερμηνεία τους.
Ο κριτικός της εφημερίδας Δημοκρατική σημειώνει το αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας, που θύμιζε τις δύσκολες συνθήκες της πείνας και των εκτελέσεων εκείνης της περιόδου, ενώ στο Εμπρός η ταινία θεωρείται η καλύτερη για την Κατοχή που είχε γυριστεί μέχρι τότε.
Τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» απέσπασαν θερμές αντιδράσεις από το κοινό, καταγράφοντας 178.562 εισιτήρια στην πρώτη τους προβολή, και αναδείχθηκαν ως η πιο εμπορική ταινία του 1951. Στη συνέχεια, προβλήθηκαν ως "Τα παιδιά της Ελλάδας" στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι το 1956 και αγοράστηκαν από διανομείς της Σοβιετικής Ένωσης.
Αν και η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία, η Έλλη Λαμπέτη δεν ενθουσιάστηκε με το τελικό αποτέλεσμα και παραπονέθηκε: "Γιατί να μην είμαι κι εγώ τυφλή, όπως ο αρραβωνιαστικός μου στην ταινία; Χωρίς όραση θα γλίτωνα τουλάχιστον το θλιβερό θέαμα...".
Η ταινία, παρά τη δημοφιλία της, έχει προβληθεί ελάχιστα στην τηλεόραση, αλλά είναι διαθέσιμη στο YouTube.