Τέσσερις φορές που «αγγίξαμε» το θερμό επεισόδιο


Η κύρωση του συμφώνου για τον ...

ορισμό θαλάσσιων ζωνών Τουρκίας -Λιβύης, ενεργοποίησε αμέσως τα αντανακλαστικά τής Αθήνας, η οποία και επεξεργάζεται όλα τα σενάρια που υπάρχουν στο τραπέζι, όπως αυτά έχουν τεθεί στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών από τους επιτελείς του ΓΕΕΘΑ. 
Ζητούμενο είναι, βεβαίως, πώς θα αποφευχθεί το θερμό επεισόδιο και, αν όχι, ποιοι θα είναι οι τρόποι αντιμετώπισής του. Κατά τη διάρκεια του 2018, το οποίο ήταν και το πλέον προβληματικό σε επιχειρησιακό πεδίο, η Ελλάδα και η Τουρκία έφθασαν τουλάχιστον τέσσερις φορές στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου. 
Η «Κ» φέρνει σήμερα στο φως ορισμένες λεπτομέρειες από εκείνα τα τέσσερα περιστατικά που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε γενικευμένη κρίση στο Αιγαίο και ήταν έως σήμερα άγνωστες.
Περιστατικό 1
Η πρώτη φορά καταγράφηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018, όταν τουρκική ακταιωρός επιχείρησε να πλευρίσει την κανονιοφόρο «Νικηφόρος» του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.), στην ευρύτερη περιοχή των Ιμίων. 
Οι χειρισμοί του κυβερνήτη της κανονιοφόρου, πλωτάρχη Γιώργου Λαϊάκη (νυν υπασπιστής του υπουργού Εθνικής Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου), οδήγησαν στην αποτροπή των τουρκικών σχεδιασμών. 
Εν συνεχεία, ακολούθησε μια διαχείριση με σκοπό την αποφυγή της έντασης, καθώς τις αμέσως επόμενες ώρες υπήρξε τεράστια κινητοποίηση του τουρκικού στόλου. Από την ελληνική πλευρά υπολογίστηκε ότι σε λιγότερο από δύο ώρες στην περιοχή μπορούσαν να καταπλεύσουν συνολικά 12 τουρκικά πλοία. 
Σε συντονισμό ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου, στο υπουργείο Εξωτερικών και στο ΓΕΕΘΑ, αποφασίστηκε το Π.Ν. να παραμείνει μόλις με ένα πλοίο στην περιοχή προκειμένου να μη δοθεί σήμα κλιμάκωσης.
Περιστατικό 2
Ηταν απολύτως σαφές ότι οι Τούρκοι επιθυμούσαν κλιμάκωση, κάτι που φάνηκε λίγες ημέρες μετά. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 12 Φεβρουαρίου 2018, η τουρκική ακταιωρός «Umut», εμβόλισε το περιπολικό ανοικτής θαλάσσης του Λιμενικού «Γαύδος» πάνω στη γραμμή των χωρικών υδάτων Ελλάδας -Τουρκίας στα Ιμια. 
Και τότε, από την Αθήνα δόθηκε εντολή για αποστολή της κανονιοφόρου «Πολεμιστής» στην περιοχή, αλλά σε ορατή απόσταση από τα Ιμια. Σε απόσταση ασφαλείας έμειναν και δύο τουρκικές πυραυλάκατοι, ενώ εκείνη τη στιγμή είχε τεθεί σε λειτουργία ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο αρχηγούς Ευάγγελο Αποστολάκη και Χουλουσί Ακάρ. 
Την επόμενη ημέρα (Τρίτη 13/2) ενεργοποιήθηκε ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο τότε πρωθυπουργούς Αλέξη Τσίπρα και Μπιναλί Γιλντιρίμ.
Τις δύο επόμενες ημέρες (14 και 15/2) και παρά την επικοινωνία Τσίπρα - Γιλντιρίμ υπήρξαν νέες εντάσεις, καμία εκ των οποίων δεν οδήγησε σε κλιμάκωση, ιδίως όταν η φρεγάτα «Μπουγιούκαντα» παραβίασε τα χωρικά ύδατα στις Οινούσσες.
Περιστατικό 3
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά εύθραυστο κλίμα, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας έφθαναν πληροφορίες για την ανάρτηση ελληνικών σημαιών στα νησιά Ανθρωποφάγοι στο σύμπλεγμα των Φούρνων. 
Στις 16 Απριλίου 2018 ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ δήλωνε δημόσια ότι άνδρες της τουρκικής ακτοφυλακής αφαίρεσαν ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν αναρτηθεί στον Μεγάλο Ανθρωποφάγο. 
Τα τουρκικά ΜΜΕ δημοσίευσαν, μάλιστα, φωτογραφίες των Ελλήνων που είχαν προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια. 
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», στην πραγματικότητα ουδέποτε ανέβηκαν στον Μεγάλο Ανθρωποφάγο τουρκικές δυνάμεις. Αντιθέτως, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση των πληροφοριών για «σημαίες», έσπευσε στον Μεγάλο Ανθρωποφάγο κλιμάκιο των ειδικών δυνάμεων. 
Εκεί βρήκαν δεκάδες σημαίες, άλλες τοποθετημένες με μπετόβεργες, άλλες σπασμένες από τον αέρα, καθώς, επίσης, σημάδια από παλαιότερες τοποθετήσεις. Αφού διασταυρώθηκαν οι πληροφορίες για ορισμένους από όσους είχαν επιχειρήσει να τοποθετήσουν σημαίες εκεί, αλλά και στα Ιμια, αποφασίστηκε να παραμείνει μικρή ναυτική δύναμη γύρω από το σύμπλεγμα των Ανθρωποφάγων, προκειμένου να αποφευχθεί πιθανή προβοκάτσια. Γύρω από τα νησιά έκαναν περιπολίες για σχεδόν δύο μήνες σκάφη του Π.Ν. και του Λιμενικού.
Περιστατικό 4
Η τελευταία φορά κατά την οποία Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν στο κατώφλι του θερμού επεισοδίου ήταν και η σοβαρότερη, όταν τον Οκτώβριο του 2018 το ερευνητικό σκάφος «Μπαρμπαρός», κινήθηκε στο ανατολικότερο άκρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας προκειμένου να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες. 
Το «Μπαρμπαρός» έπλευσε στην περιοχή πλαισιωμένο από τρεις πάνοπλες φρεγάτες του τουρκικού ναυτικού, με βάση παράνομη NAVTEX που είχε εκδοθεί από αναρμόδιο για την περιοχή σταθμό (Αττάλεια).
Στην Αθήνα εξετάστηκαν δύο σενάρια: το πρώτο ήταν η αναλογική απάντηση, το δεύτερο ήταν εκείνο που επελέγη, δηλαδή η αποστολή φρεγάτας η οποία ανέλαβε να δείξει τα όρια της Ελλάδας, μέσω προβολής της σημαίας, αλλά και ανάγνωσης κειμένου σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών. 
Για 15 ημέρες, έως ότου το «Μπαρμπαρός» αποχωρήσει, στην περιοχή βρισκόταν αρχικά η φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» και εν συνεχεία η φρεγάτα «Σαλαμίς». 
Οι εντολές που υπήρχαν από την Αθήνα στους κυβερνήτες των δύο φρεγατών ήταν να μη μετακινηθούν από τη θέση τους και να μην επιτρέψουν σε καμία περίπτωση τον πλου του τουρκικού ερευνητικού πλοίου προς τα δυτικά. Στην Αθήνα υπήρχε σαφής εικόνα ότι οι Τούρκοι ουσιαστικά επιχειρούσαν να κινηθούν ακόμα πιο δυτικά, εγγύτερα στο Καστελλόριζο.


Τον Ιανουάριο του 2018, τουρκική ακταιωρός επιχείρησε να πλευρίσει την κανονιοφόρο «Νικηφόρος».
Η Λιβύη
Από τα παραπάνω περιστατικά έμπειροι επιτελείς, στρατιωτικοί και διπλωμάτες, αντιλαμβάνονται ότι μετά τον Ιούλιο του 2016 και την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το σύνολο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (ΤΕΔ) βρίσκεται απόλυτα συντονισμένο με το προεδρικό παλάτι. 
Η περιστασιακή αυτονόμηση του τουρκικού ναυτικού ή της αεροπορίας που συχνά-πυκνά παρατηρούσε η Αθήνα, έπαψε. Υπό αυτή την έννοια, οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν για έρευνες στα νότια της Κρήτης μετά το νέο έτος, λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη και βάσει αυτών γίνεται και ο σχετικός σχεδιασμός.
Οι Τούρκοι, αμέσως μετά το σύμφωνο με την Τρίπολη, έχουν σπεύσει να «στραγγαλίσουν» τις διπλωματικές διεξόδους της Αθήνας. Ενδεικτικό παράδειγμα οι πληροφορίες των τελευταίων ημερών περί σύγκλισης με το Ισραήλ. 
Στην Αθήνα, πάντως, αρμόδιοι παράγοντες επισημαίνουν ότι ο Ισραηλινός παράγοντας είναι στην πραγματικότητα πολύ κρίσιμος στην παρούσα φάση, θα κινηθεί υπέρ της Ελλάδας σε περίπτωση έντασης, παρά το γεγονός ότι η Ιερουσαλήμ βρίσκεται σε εσωτερική κρίση λόγω της πολιτικής αστάθειας ενόψει των νέων, τρίτων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο.
Η Αθήνα αντιλαμβάνεται, επίσης, ότι η Αίγυπτος αλλά και οι σουνιτικές μοναρχίες του αραβικού κόσμου, λογίζουν την τουρκική δραστηριοποίηση ως ευθεία απειλή προς τα καθεστώτα τους και δεν θα αφήσουν την Αγκυρα να επεκτείνει την επιρροή της στη Λιβύη. 
Επίσης, το στρατιωτικό σύμφωνο με την Τρίπολη, αλλά και οι τουρκικοί σχεδιασμοί για στρατιωτική βάση στη Λιβύη φαίνεται ότι έχουν ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά σε Μόσχα και Ουάσιγκτον, κάτι που η Αγκυρα επιχειρούσε να αποφύγει τους τελευταίους μήνες, καθώς επιθυμεί να έχει θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της βορειοαφρικανικής χώρας.
Οι συζητήσεις για τα εξοπλιστικά
Το κλίμα έντασης τροφοδοτεί και την εντατικοποίηση των συζητήσεων για την προώθηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Μόλις πριν από λίγες ημέρες στη Λάρισα έγινε επίδειξη των δυνατοτήτων αμερικανικών UAV τύπου MQ-9 Guardian. 
Η Λόκχιντ έχει ήδη ξεκινήσει τις επαφές για την πιθανότητα προώθησης των F-35 σε εύθετο χρόνο, ενώ ήδη έχει αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των F-16, αλλά και των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3. 
Ωστόσο, οι πλέον εντατικές συζητήσεις αφορούν την αγορά δύο γαλλικών φρεγατών Belh@rra, το κόστος των οποίων (με τον οπλισμό τους αντιαεροπορικών Aster 30 και πυραύλων Scalp Naval) υπολογίζεται στα 2,6 δισ. ευρώ. 
Το ιδιαίτερα υψηλό κόστος προβληματίζει την ελληνική πλευρά γι’ αυτό και αναμένεται ότι τον Ιανουάριο οι Γάλλοι θα αντιπροτείνουν τη δημιουργία ενός «οικοσυστήματος» που σε βάθος χρόνου θα μεταφέρει σημαντική τεχνογνωσία και τεχνολογία, με τη δημιουργία υποδομών με διάρκεια ζωής πέραν του σταδίου κατασκευής των πλοίων. 
Θα προτείνουν, δηλαδή, συνεργασία σε τομείς όπως η ανάπτυξη από κοινού με ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας αιχμής, δημιουργία κέντρων για την εκπαίδευση προσωπικού σε νέα προηγμένα συστήματα, τη συνεργασία στο πεδίο της έρευνας με πανεπιστημιακά ιδρύματα σε τομείς ψηφιακής τεχνολογίας ή και τεχνητής νοημοσύνης.