Διάλογο για τους όρους και τις ...
προϋποθέσεις υπό τις οποίες το επενδυτικό πρόγραμμα της Cosco στον Πειραιά θα επιτραπεί να διευρυνθεί από τον τρέχοντα προϋπολογισμό των 600 εκατ. ευρώ στα 900 εκατ. ευρώ, με την κατασκευή ενός νέου τέταρτου προβλήτα εμπορευματοκιβωτίων, αναμένεται να ξεκινήσει η κινεζική εταιρεία με την ελληνική κυβέρνηση.
Παράλληλα, θα «τρέξουν» άμεσα όλα τα ήδη αδειοδοτημένα έργα, αρχής γενομένης από την επέκταση του επιβατικού λιμένα κρουαζιέρας και του νέου τερματικού σταθμού υποδοχής επισκεπτών του οποίου έχει ολοκληρωθεί τόσο η διαδικασία ανάθεσης όσο και το χρηματοδοτικό σχήμα.
Αυτή είναι η εικόνα που προκύπτει για τον Πειραιά μετά τις δύο συναντήσεις κορυφής του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Κινέζο πρόεδρο, στη Σαγκάη και στην Αθήνα, αλλά και τις επαφές του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον επικεφαλής της Cosco.
Επιπλέον, κατέστη ξεκάθαρο πως Πεκίνο και Αθήνα ομονοούν στον στόχο να γίνει ο Πειραιάς το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης.
Υπό αυτό το πρίσμα οι τελευταίες εξελίξεις συνοψίζονται ως εξής: Την Κυριακή σε άρθρο του στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, υπογράμμισε πως «οφείλουμε να αναβαθμίσουμε σταθερά την έμπρακτη συνεργασία μας σε όλους τους τομείς, εμβαθύνοντας στα υπάρχοντα πεδία συνεργασίας και επεκτείνοντας την κλίμακα των επενδύσεων, με το έργο στο λιμάνι του Πειραιά να αποτελεί το “κεφάλι του Δράκου”».
Χρηματοδότηση
Χθες το απόγευμα, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο πρόεδρος της Κίνας, συνοδευόμενοι από τις συζύγους τους, επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις της Cosco στον Πειραιά. Λίγες ώρες πριν, ο υπουργός Ναυτιλίας Γιάννης Πλακιωτάκης και ο πρόεδρος της Cosco Shipping Corporation, Xu Lirong, υπέγραφαν στην Αθήνα μνημόνιο στο οποίο δηλώνεται με επίσημο τρόπο η βούληση των δύο πλευρών να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια για την υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος της Cosco στον Λιμένα Πειραιώς, που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της κινεζικής πλευράς.
Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Andrew McDowell, ο διευθυντής του ΟΛΠ Θανάσης Λιάγκος και ο πρόεδρος της Εxport - Import Bank of China, Xu Xiaolian, υπέγραψαν συμφωνία χρηματοδότησης του επενδυτικού προγράμματος της Cosco από την ΕΤΕπ με την παροχή εγγυήσεων από την Εxport - Import Bank, ύψους αρχικά 100 εκατ. ευρώ και επιπλέον 40 εκατ. ευρώ σε δεύτερη φάση.
Αντισταθμιστικά
Μια εβδομάδα νωρίτερα, κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στα κεντρικά της Cosco στη Σαγκάη, η ελληνική κυβέρνηση διά στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη άνοιξε τη συζήτηση για αντισταθμιστικά οφέλη από την Cosco προς την τοπική κοινωνία του Πειραιά και των άλλων παραλιμένιων δήμων, προκειμένου να αρθούν οι διευρυμένες επιφυλάξεις και ενστάσεις και να προχωρήσει η έγκριση της πρόσθετης επένδυσης ύψους 300 εκατ. ευρώ για την επέκταση του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά με έναν νέο τέταρτο προβλήτα.
Υπενθυμίζεται ότι ο ελεγχόμενος πλειοψηφικά από την Cosco ΟΛΠ σχεδίαζε έναν ακόμα τέταρτο μεγάλο προβλήτα εμπορευματοκιβωτίων δυναμικότητας 2,8 εκατ. εμπορευματοκιβωτίων (TEU) ανατολικά του προβλήτα Ι, στην περιοχή που ονομάζεται Γ2.
Χωροθέτηση που προκαλεί και τις μεγάλες αντιδράσεις των ναυπηγοεπισκευαστών και της τοπικής κοινωνίας.
Στόχος της ανάπτυξης αυτού του επιπλέον προβλήτα είναι η αύξηση της ετήσιας δυναμικότητας του λιμανιού πάνω από τα 10 εκατ. TEU από 7 εκατ. TEU που θα είναι σύντομα μετά και την επισκευή του υπάρχοντος προβλήτα Ι. Αυτά τα 7 εκατ. TEU αναμένεται να έχουν προσεγγισθεί το 2021, αφού ήδη φέτος πρόκειται να ξεπεράσουν τα 5,5 εκατ.
Τι θέλει η Αθήνα
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει πως αποδίδει μεγάλη σημασία στις νέες υποδομές που θα δημιουργηθούν στον Πειραιά, στα καινούργια ξενοδοχεία, στην ανάδειξη του Πειραιά ως κέντρου παγκόσμιας εμβέλειας ως προς την κρουαζιέρα και στο κινεζικό ενδιαφέρον για τη ναυπηγοεπισκευή, τονίζοντας ότι είναι ζωτικής σημασίας να στηριχθεί στην πολύ σημαντική εγχώρια ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα που υπάρχει στο Πέραμα.
Για τον προβλήτα ΙV έχει σημειώσει πως «είναι ένα σημείο που είναι προς συζήτηση.
Η κυβέρνηση είναι εξαρχής πολύ θετική, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσουμε να πείσουμε και την τοπική κοινωνία –ενδεχομένως, μέσα από μια σειρά από αντισταθμιστικά οφέλη– ότι αυτή η επένδυση θα είναι συνολικά προς όφελός της και δεν θα υποβαθμίσει την ποιότητα του περιβάλλοντος».