Μόλις ένα λεπτό προτού ...
αρχίσει η κρίσιμη κατάθεση της πρώην πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Μαρί Γιοβάνοβιτς, την Παρασκευή το μεσημέρι ώρα Ελλάδος, στο πλαίσιο της δεύτερης ημέρας των καταθέσεων μαρτύρων σε επιτροπές της αμερικανικής Βουλής, σε μια έκδηλη ένδειξη πανικού ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα την απομαγνητοφώνηση της πρώτης και μάλλον ανώδυνης τηλεφωνικής συνομιλίας του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Η ευγενική ανταλλαγή κομπλιμέντων που δημοσιοποιήθηκε προχθές έχει στόχο να διασκεδάσει την εντύπωση ότι ο Τραμπ πίεσε την Ουκρανία να ερευνήσει τον πιθανότερο αντίπαλό του στις εκλογές του 2020, Τζο Μπάιντεν, με αντάλλαγμα το πράσινο φως για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας.
Η προσπάθεια των Δημοκρατικών αντιπάλων του Τραμπ έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο: να αποδείξουν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος εκβίασε και στη συνέχεια «δωροδόκησε» το Κίεβο για να ξεκινήσει η σχετική έρευνα που θα διαπόμπευε τον Μπάιντεν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόσι χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη «δωροδοκία», αφού πρόκειται για ένα αδίκημα που νομιμοποιεί την παραπομπή ενός προέδρου των ΗΠΑ με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Αυτός είναι επίσης ο λόγος που ο Τραμπ ξύπνησε το πρωί της Παρασκευής, έπιασε το smartphone κι άρχισε να επιτίθεται λυσσαλέα κατά της Πελόσι, αποκαλώντας την περιφέρειά της, το Σαν Φρανσίσκο, «παραγκούπολη».
Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν φροντίσει εγκαίρως να απαξιώσουν την υπόθεση ως ψευτο-Ουότεργκεϊτ και ο Αμερικανός πρόεδρος τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι δεν παρακολουθεί τη διαδικασία που μεταδίδεται με απευθείας τηλεοπτική κάλυψη.
Την Τετάρτη, κατά την πρώτη ημέρα των καταθέσεων, την οποία σημειωτέον παρακολούθησαν 13,8 εκατ. Αμερικανοί, το βασικό συμπέρασμα από τις μαρτυρίες ήταν ότι ο Τραμπ ενδιαφέρθηκε στην υπόθεση περισσότερο για την προσωπική του επιβίωση από ό,τι για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Την Παρασκευή, κατά τη δεύτερη ημέρα, κατέθεσε η Μαρί Γιοβάνοβιτς, πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στο Κίεβο, που απομακρύνθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι δεν σκοπεύει να συνδράμει την κυβέρνηση Τραμπ στην προσπάθειά της να εξοντώσει τον Μπάιντεν.
Η πρώην πρέσβειρα επέκρινε ανοικτά όσους Αμερικανούς εμφανίστηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν με διεφθαρμένους Ουκρανούς για να πετύχουν την αποπομπή της, σε μια αιχμή προς τον δικηγόρο του Τραμπ, Ρούντολφ Τζουλιάνι.
«Αυτού του είδους η συμπεριφορά υπονομεύει τις ΗΠΑ, εκθέτει τους φίλους μας και διευρύνει το πεδίο δράσης αυταρχικών ηγετών, όπως ο πρόεδρος Πούτιν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Διαψεύδοντας πληροφορίες που είχαν δημοσιευτεί σε ακροδεξιές ιστοσελίδες, η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ είπε ότι δεν είχε διανείμει στο προσωπικό της λίστα με ονόματα υπεράνω παραπομπής, ούτε είχε δώσει εντολή στους υπαλλήλους της διπλωματικής αποστολής στην Ουκρανία να αγνοήσουν τις επιθυμίες του Τραμπ.
Οξύτατη ήταν η κριτική που επιφύλαξε στον Τζουλιάνι, αναρωτώμενη για τα κίνητρά του να δρομολογήσει την απομάκρυνσή της.
Σοκ και απελπισία
«Αυτό που ξέρω είναι πως ο Τζουλιάνι θα έπρεπε να γνωρίζει ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους προωθούσε εις βάρος μου ήταν ύποπτοι και προέρχονταν από άτομα με αμφιλεγόμενους σκοπούς που δεν έχουν δικαίωμα να πιστεύουν ότι οι πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες τους δεν θα αναχαιτιστούν από την πολιτική μας κατά της διαφθοράς στην Ουκρανία».
Η Γιοβάνοβιτς δήλωσε σοκαρισμένη και απελπισμένη όταν πρωτοδιάβασε το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος Τραμπ - Ζελένσκι, στο οποίο αποκαλούσε την έμπειρη διπλωμάτιδα «κακά μαντάτα».
Οσο κατέθετε η Γιοβάνοβιτς κι ενώ ο Τραμπ είχε διακηρύξει ότι έχει άλλες δουλειές και πως δεν πρόκειται να παρακολουθήσει τη διαδικασία, άρχισε να τουιτάρει αρνητικά σχόλια για την καριέρα της. Υπενθυμίζεται ότι ο Τραμπ είχε εκτοξεύσει απειλές εναντίον της στη συνομιλία του με τον Ζελένσκι, λέγοντάς του ότι η Γιοβάνοβιτς «θα περάσει κάποιες δυσκολίες», αποστροφή που η ίδια είχε εκλάβει ως απειλή.
Οι Δημοκρατικοί ανησυχούν μήπως και αυτή η διαδικασία αποδειχθεί χρονοβόρα και σύνθετη χωρίς ένα κεντρικό μήνυμα που θα μπορέσει να νομιμοποιήσει την παραπομπή και στα μάτια της κοινής γνώμης.
Με το προηγούμενο της ατελέσφορης έρευνας του ειδικού ανακριτή Μιούλερ για την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016, το κόμμα φιλοδοξεί τώρα να εξασφαλίσει υποστήριξη και από μια μερίδα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Η αλήθεια είναι ότι οι ενδοκυβερνητικοί αντίπαλοι του Τραμπ έχουν αρχίσει να πληθαίνουν όσο αυξάνονται τα στελέχη που απομακρύνονται από κοντά του. Οπως προκύπτει για παράδειγμα από το βιβλίο της Νίκι Χέλεϊ, ο Ρεξ Τίλερσον και ο Τζον Μπόλτον, πρώην υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας αντίστοιχα, είχαν συμπήξει μέτωπο λογικής για να αποκρούουν τη διπλωματική παραφροσύνη του προέδρου.
Ο Ανώνυμος, μέλος της κυβέρνησης Τραμπ, που έγινε γνωστός από περυσινό επικριτικό άρθρο στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», επανήλθε τώρα δριμύτερος με ολόκληρο βιβλίο που σκιαγραφεί μια διόλου κολακευτική εικόνα για τον πρόεδρο.
Ακόμη και ο Τζουλιάνι ρωτήθηκε πρόσφατα αν φοβάται ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει, κι ενώ εμφανίστηκε σίγουρος ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, έσπευσε να διευκρινίσει ότι έχει λάβει τα μέτρα του ώστε να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη.
Μπλούμπεργκ, Χίλαρι και Πάτρικ
Ο δισεκατομμυριούχος πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ το σκέφτεται. Ο Ντ. Πάτρικ, πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, το αποφάσισε ήδη και κατέθεσε τα απαραίτητα χαρτιά για τη συμμετοχή του στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών.
Η πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον δεν το απέκλεισε και δήλωσε μάλιστα ότι δέχεται ασφυκτικές πιέσεις.
Τι ωθεί όλους αυτούς να επανεξετάσουν την προηγούμενη άρνησή τους και να στοχαστούν εκ νέου το ενδεχόμενο μιας υποψηφιότητας;
Η δημοτικότητα του τέως αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν καταρρέει εξαιτίας και του σκανδάλου με την Ουκρανία, στο οποίο εμπλέκεται ο γιος του, ενώ είναι πιθανό το κατεστημένο του κόμματος να προβληματίζει η άνοδος της γερουσιαστού Ελίζαμπεθ Γουόρεν, μιας ιδιαίτερα αριστερής φωνής, που δύσκολα θα μπορούσε να συσπειρώσει τους Δημοκρατικούς και να επικρατήσει του Τραμπ.
Το ίδιο ισχύει για τον συνάδελφό της Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος μπορεί να πηγαίνει καλά σε επίπεδο χρηματοδότησης, αλλά δεν έχει καταφέρει να πείσει για τα δύο μειονεκτήματά του: την ηλικία και την υγεία του από τη μια και τη δυνατότητά του να εμφανιστεί ως συναινετικός υποψήφιος, ικανός να κερδίσει το 2020, από την άλλη.