Τα σημερινά ιδιαίτερα χαμηλά ...
επιτόκια στην Ελλάδα θα ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση του αιτήματος της κυβέρνησης για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εurogroup Μάριο Σεντένο.
Την απάντηση αυτή, που στην ουσία δημιουργεί σημαντικές προσδοκίες για μείωση από το 2021 του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος, που μέχρι το τέλος του 2020 έχει καθοριστεί σε 3,5% του ΑΕΠ, έδωσε ο κ. Σεντένο στην Ευρωβουλή και σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου.
Ο Έλληνας ευρωβουλευτής ζήτησε να πληροφορηθεί από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο κατά πόσο το Eurogroup θα λάβει υπόψη τα σημερινά επιτόκια των δεκαετών ομολόγων, τα οποία ήταν στο 4%-5% όταν καθορίστηκαν τα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα για την Ελλάδα και σήμερα είναι στο 1,5%.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο τα σημερινά επιτόκια είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για την Ελλάδα, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στις μεταρρυθμίσεις και τις προσπάθειες των Ελλήνων πολιτών. Όντως χρειάζεται επικαιροποίηση των εκτιμήσεων για τα επιτόκια στον καθορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων και έχουν ήδη επιληφθεί του θέματος αυτού οι θεσμοί, τόνισε ο κ. Σεντένο.
Υπενθυμίζεται ότι τα σημερινά χαμηλά επιτόκια είναι ένα βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για την ικανοποίηση του αιτήματος μείωσης του ύψους του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2021 και μετέπειτα.
4η αξιολόγηση
Εν τω μεταξύ, η Κομισιόν αναμένεται να εγκρίνει αύριο και μάλιστα με θετικά σχόλια την τέταρτη αξιολόγηση της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, ανοίγοντας τον δρόμο για το «πράσινο φως» και από το Εurogroup, στις 4 Δεκεμβρίου, με παράλληλη εκταμίευση προς τη χώρα μας κερδών ύψους 767 εκατ. ευρώ από την ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης που έχουν ομόλογα της χώρας μας.
Παράλληλα, η Επιτροπή χαιρετίζει το θετικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί για την Ελλάδα στις αγορές και το αποδίδει στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και τη φιλική προς την ανάπτυξη πολιτική της.
Η έκθεση της τέταρτης αξιολόγησης βασίζεται στην επιτόπια επίσκεψη των θεσμών στην Ελλάδα στο τέλος Σεπτεμβρίου, αλλά και στις επαφές που εξ αποστάσεως συνεχίστηκαν έκτοτε και επέτρεψαν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ειδικότερα, σε σχέση με την πορεία της οικονομίας, η αξιολόγηση στην ουσία επαναλαμβάνει αυτά που ανέφερε και η τελευταία έκθεση της Κομισιόν (7 Νοεμβρίου), ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία, έπειτα από μια υποδεέστερη των αρχικών προβλέψεων ανάπτυξη στις αρχές του έτους, αναμένεται να επιταχύνει και να φτάσει στο 1,8% το 2019 συνολικά, βασιζόμενη στην εσωτερική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Για το 2020 αναφέρει ότι θα κινηθεί στο 2,3% και σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου της Ευρωζώνης (1,2%).
Την απάντηση αυτή, που στην ουσία δημιουργεί σημαντικές προσδοκίες για μείωση από το 2021 του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος, που μέχρι το τέλος του 2020 έχει καθοριστεί σε 3,5% του ΑΕΠ, έδωσε ο κ. Σεντένο στην Ευρωβουλή και σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου.
Ο Έλληνας ευρωβουλευτής ζήτησε να πληροφορηθεί από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο κατά πόσο το Eurogroup θα λάβει υπόψη τα σημερινά επιτόκια των δεκαετών ομολόγων, τα οποία ήταν στο 4%-5% όταν καθορίστηκαν τα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα για την Ελλάδα και σήμερα είναι στο 1,5%.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο τα σημερινά επιτόκια είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για την Ελλάδα, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στις μεταρρυθμίσεις και τις προσπάθειες των Ελλήνων πολιτών. Όντως χρειάζεται επικαιροποίηση των εκτιμήσεων για τα επιτόκια στον καθορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων και έχουν ήδη επιληφθεί του θέματος αυτού οι θεσμοί, τόνισε ο κ. Σεντένο.
Υπενθυμίζεται ότι τα σημερινά χαμηλά επιτόκια είναι ένα βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για την ικανοποίηση του αιτήματος μείωσης του ύψους του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2021 και μετέπειτα.
4η αξιολόγηση
Εν τω μεταξύ, η Κομισιόν αναμένεται να εγκρίνει αύριο και μάλιστα με θετικά σχόλια την τέταρτη αξιολόγηση της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, ανοίγοντας τον δρόμο για το «πράσινο φως» και από το Εurogroup, στις 4 Δεκεμβρίου, με παράλληλη εκταμίευση προς τη χώρα μας κερδών ύψους 767 εκατ. ευρώ από την ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης που έχουν ομόλογα της χώρας μας.
Παράλληλα, η Επιτροπή χαιρετίζει το θετικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί για την Ελλάδα στις αγορές και το αποδίδει στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και τη φιλική προς την ανάπτυξη πολιτική της.
Η έκθεση της τέταρτης αξιολόγησης βασίζεται στην επιτόπια επίσκεψη των θεσμών στην Ελλάδα στο τέλος Σεπτεμβρίου, αλλά και στις επαφές που εξ αποστάσεως συνεχίστηκαν έκτοτε και επέτρεψαν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ειδικότερα, σε σχέση με την πορεία της οικονομίας, η αξιολόγηση στην ουσία επαναλαμβάνει αυτά που ανέφερε και η τελευταία έκθεση της Κομισιόν (7 Νοεμβρίου), ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία, έπειτα από μια υποδεέστερη των αρχικών προβλέψεων ανάπτυξη στις αρχές του έτους, αναμένεται να επιταχύνει και να φτάσει στο 1,8% το 2019 συνολικά, βασιζόμενη στην εσωτερική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Για το 2020 αναφέρει ότι θα κινηθεί στο 2,3% και σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου της Ευρωζώνης (1,2%).
Η αξιολόγηση αναφέρεται επίσης στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, στη μείωση των επιτοκίων των ομολόγων σε ιστορικά χαμηλά, αλλά και στις αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Στη διαμόρφωση του θετικού αυτού κλίματος συνετέλεσαν και οι πολύ εποικοδομητικές συζητήσεις μεταξύ των Ευρωπαίων και της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης, αναφέρει η έκθεση, η οποία χαρακτηρίζει ως πρόκληση για την Ελλάδα τη διατήρηση αυτής της πολύ θετικής δυναμικής.
Αναφορικά με τον δημοσιονομικό τομέα, η αξιολόγηση θεωρεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα είναι ψηλότερο από τον στόχο (3,5% του ΑΕΠ) και θα κυμανθεί στο 3,8%, δεδομένου ότι αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από τους θεσμούς για τα μέτρα ύψους 0,7% του ΑΕΠ της προηγούμενης κυβέρνησης τον περασμένο Μάιο.
Αναφορικά με τον δημοσιονομικό τομέα, η αξιολόγηση θεωρεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα είναι ψηλότερο από τον στόχο (3,5% του ΑΕΠ) και θα κυμανθεί στο 3,8%, δεδομένου ότι αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από τους θεσμούς για τα μέτρα ύψους 0,7% του ΑΕΠ της προηγούμενης κυβέρνησης τον περασμένο Μάιο.
Όπως αναφέρει η έκθεση το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με μείωση της οροφής δαπανών του Δημοσίου κατά 0,6% του ΑΕΠ.
Η εισήγηση της Κομισιόν, που σηματοδοτεί την επιτυχή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, θα συζητηθεί τώρα στη συνεδρίαση του ΕWG, το οποίο θα ετοιμάσει και την τελική εισήγηση στο Εurogroup της 4ης Δεκεμβρίου.
Η εισήγηση της Κομισιόν, που σηματοδοτεί την επιτυχή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, θα συζητηθεί τώρα στη συνεδρίαση του ΕWG, το οποίο θα ετοιμάσει και την τελική εισήγηση στο Εurogroup της 4ης Δεκεμβρίου.
Στην εν λόγω συνεδρίαση θα συζητηθεί το θέμα των επιστροφών των κερδών του ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα, όπου θα εγκριθεί η εκταμίευση του ποσού των 767 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι στο προσεχές Εurogroup θα συζητηθεί και το αίτημα της κυβέρνησης για αλλαγή χρήσης των παραπάνω χρημάτων, ώστε αντί να κατευθύνονται στη μείωση του χρέους να διατεθούν για δημόσιες επενδύσεις με αναπτυξιακό χαρακτήρα.
«Μια άλλη χώρα»
«Η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα σε δύο χρόνια από σήμερα» δήλωσε στη «Handelsblatt» o πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Όσον αφορά τα δημοσιονομικά, ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει ότι θα τηρηθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2020. Και προσέθεσε ότι η νέα κυβέρνηση θα θέσει το ζήτημα της μείωσης του στόχου για το 2021 και το 2022. «Δεν χρειαζόμαστε πια πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% και αυτό γιατί μπορούμε να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας με πολύ χαμηλότερα επιτόκια απ' ό,τι αναμενόταν» είπε.
Παράλληλα επισήμανε ότι οι αποφάσεις για τα υψηλά πλεονάσματα ελήφθησαν «σε μια εποχή κατά την οποία υπήρχε πολύ χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης για την Ελλάδα».
«Η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα σε δύο χρόνια από σήμερα» δήλωσε στη «Handelsblatt» o πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Όσον αφορά τα δημοσιονομικά, ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει ότι θα τηρηθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2020. Και προσέθεσε ότι η νέα κυβέρνηση θα θέσει το ζήτημα της μείωσης του στόχου για το 2021 και το 2022. «Δεν χρειαζόμαστε πια πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% και αυτό γιατί μπορούμε να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας με πολύ χαμηλότερα επιτόκια απ' ό,τι αναμενόταν» είπε.
Παράλληλα επισήμανε ότι οι αποφάσεις για τα υψηλά πλεονάσματα ελήφθησαν «σε μια εποχή κατά την οποία υπήρχε πολύ χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης για την Ελλάδα».
«Μέτρα φιλικά» προς την ανάπτυξη
Για το 2020 η Κομισιόν θεωρεί ότι η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ στο πρωτογενές πλεόνασμα και σημειώνει ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού περιλαμβάνει φιλικά προς την ανάπτυξη μέτρα ύψους 0,6% του ΑΕΠ. Για τα δημοσιονομικά τα επόμενα χρόνια, η Επιτροπή επαναλαμβάνει επίσης τις επισημάνσεις που είχε κάνει στο πλαίσιο της φθινοπωρινής έκθεσης, ότι θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις, κυρίως στους τομείς των συντάξεων και των μισθών του Δημοσίου.
Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αναφέρεται στο «πράσινο φως» που έδωσε για την υλοποίηση του προγράμματος «Ηρακλής», ενώ σημειώνει ότι η μείωσή τους έχει επιταχυνθεί και ο στόχος παραμένει η μείωση στα 26 δισ. ως το τέλος του 2021.
Ικανοποιημένη εμφανίζεται επίσης η Κομισιόν τόσο για τις προτάσεις της κυβέρνησης σε σχέση με τη ΔΕΗ ΔΕΗ-1,38% όσο και γενικότερα για την αγορά ενέργειας. Τέλος, χαιρετίζεται η δυναμική στις ιδιωτικοποιήσεις, όπου καταγράφεται πρόοδος σε σχέση με το Ελληνικό, τη Μαρίνα Αλίμου, το αεροδρόμιο Αθηνών, τη ΔΕΠΑ και την Εγνατία.
Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αναφέρεται στο «πράσινο φως» που έδωσε για την υλοποίηση του προγράμματος «Ηρακλής», ενώ σημειώνει ότι η μείωσή τους έχει επιταχυνθεί και ο στόχος παραμένει η μείωση στα 26 δισ. ως το τέλος του 2021.
Ικανοποιημένη εμφανίζεται επίσης η Κομισιόν τόσο για τις προτάσεις της κυβέρνησης σε σχέση με τη ΔΕΗ ΔΕΗ-1,38% όσο και γενικότερα για την αγορά ενέργειας. Τέλος, χαιρετίζεται η δυναμική στις ιδιωτικοποιήσεις, όπου καταγράφεται πρόοδος σε σχέση με το Ελληνικό, τη Μαρίνα Αλίμου, το αεροδρόμιο Αθηνών, τη ΔΕΠΑ και την Εγνατία.