Σε τρία μέτρα ποντάρει η κυβέρνηση για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό


Την επίτευξη του στόχου για ...

πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, και ταυτόχρονα την εφαρμογή των φοροελαφρύνσεων που εξήγγειλε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προβλέπει το πρώτο προσχέδιο προϋπολογισμού που καταθέτει αύριο η νέα κυβέρνηση στη Βουλή.
Πρόκειται για ένα στοίχημα που η κυβέρνηση θα επιδιώξει να κερδίσει τις επόμενες ημέρες στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους δανειστές, καθώς ακόμη οι τελευταίοι διαπιστώνουν κενό στο ισοζύγιο της επόμενης χρονιάς.
Η κυβέρνηση –και το προσχέδιο του προϋπολογισμού της –ποντάρει για τη μείωση αυτού του κενού σε τρία κυρίως μέτρα:
1. Στην καλύτερη πορεία των φορολογικών εσόδων φέτος, η οποία θα αποτελέσει βάση για υψηλότερη απόδοση του χρόνου. Εφόσον η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων του οκταμήνου κατά 422 εκατ. ευρώ επιβεβαιωθεί τον Σεπτέμβριο, το κυβερνητικό επιχείρημα ισχυροποιείται.
2. Στην εφαρμογή μέτρων για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, όπως η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
3. Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, χάρη στα μέτρα των φοροελαφρύνσεων και τις άλλες παρεμβάσεις υπέρ της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας. Η παράμετρος αυτή είναι κρίσιμη, καθώς μπορεί να δώσει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, έως και 0,5 μονάδες επιπλέον στον ρυθμό ανάπτυξης. Ετσι, αντί του 2,2% που προβλέπει η Κομισιόν, αυτός μπορεί να φτάσει, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, μετά τη λήψη των μέτρων, στην περιοχή του 2,7%-2,8%.
Η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης είναι το επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης και του προϋπολογισμού του 2020, αλλά γεγονός παραμένει ότι ο στόχος αυτός τίθεται σε μια δυσμενή διεθνή συγκυρία, με την οικονομία της Ευρωζώνης να σημειώνει επιβράδυνση και το διεθνές περιβάλλον να χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια. 
Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, οι θεσμοί εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί στις εκτιμήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό σημείο εκκίνησης για να επιταχύνει, έπειτα από τόσο μακρά περίοδο υποχώρησης του ΑΕΠ και του κεφαλαιακού της δυναμικού.
Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες, τόσο από ευρωπαϊκές όσο και από ελληνικές πηγές, αναφέρουν ότι οι δύο πλευρές έχουν καλές πιθανότητες να συγκλίνουν το προσεχές διάστημα, περιορίζοντας ή και μηδενίζοντας την απόσταση που τις χωρίζει. 
Αυτή τη στιγμή, οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και όλα αλλάζουν, καθώς αλλάζουν και τα δεδομένα, με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019.
Κυβέρνηση και θεσμοί έχουν περίπου μία εβδομάδα καιρό για να συγκλίνουν, έως την κατάθεση του δημοσιονομικού σχεδίου της κυβέρνησης για το 2020 στην Κομισιόν, στα μέσα Οκτωβρίου, όπως προβλέπεται με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. 
Ο επίτροπος Μοσκοβισί επιβεβαίωσε την Παρασκευή στην Αθήνα την ύπαρξη του δημοσιονομικού κενού, που ήταν της τάξης του 1 δισ. ευρώ πριν από μία εβδομάδα, με την ελληνική πλευρά να αισιοδοξεί ότι μπορεί να περιοριστεί υπό προϋποθέσεις στα 300 εκατ. ευρώ.
Αν υπάρχει ένας βαθμός δυσκολίας για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό, πάντως, υπάρχει πολύ μεγαλύτερος για να συμφωνηθεί η χρήση της επιστροφής των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (ΑΝFAs, SMPs) γι’ αυτόν τον σκοπό. 
Η άποψη πολλών είναι ότι ο σκοπός της επιστροφής αυτής δεν είναι η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου. Ετσι, η κυβέρνηση συντάσσει τον προϋπολογισμό χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της αυτή την επιστροφή για  τη μείωση του δημοσιονομικού κενού, το οποίο προσπαθεί να καλύψει αλλιώς. 
Προς το παρόν, η διαπραγμάτευση αφορά την αποδοχή της χρήσης των συγκεκριμένων πόρων για επενδύσεις, αντί της εξόφλησης χρέους. Κάτι που θα συγκεκριμενοποιηθεί, πιθανότατα, τον Δεκέμβριο.
Θα έχει προηγηθεί, στο πλαίσιο της έκθεσης της Κομισιόν για την τέταρτη αξιολόγηση, μια ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, η οποία εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί θετικά μεν από την πτώση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας, αλλά αρνητικά από την επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.