Από τις προτεραιότητες της ...
νέας πολιτικής περιόδου, που έχει ήδη εκκινήσει με την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Παρίσι και τη συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, αποτελεί για την κυβέρνηση η χορήγηση δικαιώματος ψήφου στους Ελληνες του εξωτερικού, για την οποία είχε δεσμευθεί και προεκλογικά η Ν.Δ.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχει πλέον μείζονα πολιτική βαρύτητα, καθώς δεν αφορά μόνο τους ομογενείς που έχουν φύγει από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, αλλά και περίπου 500.000 πολίτες που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τα χρόνια της κρίσης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα δύο «κλειδιά» της κυβερνητικής πρότασης που διαμορφώνει ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος θα είναι η δυνατότητα της λεγόμενης επιστολικής ψήφου και η «ισότητα» της ψήφου των αποδήμων με εκείνη των Ελλήνων του εσωτερικού.
Υπενθυμίζεται πως η πρόταση στην οποία είχε προσανατολιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε πως οι Ελληνες του εξωτερικού θα ψήφιζαν μόνο για ορισμένους βουλευτές «αποδήμων», ενώ η κατανομή της συντριπτικής πλειονότητας των εδρών θα προέκυπτε από την κομματική επιλογή στην κάλπη των Ελλήνων «εσωτερικού».
Επί της ουσίας, η πρόταση για ισότητα της ψήφου οδηγεί στη δυνατότητα των Ελλήνων του εξωτερικού που έχουν την ιθαγένεια και είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους να ψηφίζουν κανονικά και η ψήφος τους να προσμετρείται στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Ανοικτό παραμένει, αντιθέτως, επί του παρόντος, εάν οι εκτός Ελλάδας θα ψηφίζουν στην εκλογική περιφέρεια που είναι εγγεγραμμένοι ή εάν η Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή θα προσθέτει στο τέλος των πινάκων των πρωτοδικείων που προβλέπονται από τη νομοθεσία για την εκλογή βουλευτών από τους ψηφοφόρους εντός Ελλάδας και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας του εξωτερικού, έτσι ώστε αυτά να ενσωματωθούν, τελικώς, στον γενικό οριστικό πίνακα αποτελεσμάτων των εκλογών.
Το δεύτερο σενάριο, της ψήφου στην επικράτεια, είναι και το επικρατέστερο, καθώς δεν θα επηρεάζεται η εκλογή των βουλευτών στις εκλογικές περιφέρειες από ψηφοφόρους που δεν έχουν γνώση των τοπικών προβλημάτων ούτε τη δυνατότητα να παρακολουθούν σε καθημερινή βάση τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η δυνατότητα αξιοποίησης της επιστολικής ψήφου. Η πρόταση νόμου που είχε καταθέσει προεκλογικά η Ν.Δ., καλώντας την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να την υπερψηφίσει, προέβλεπε οι Ελληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν στις κατά τόπους πρεσβείες και προξενεία. Όμως, είναι σαφές πως δι’ αυτού του τρόπου αποκλείονται πολλοί εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους από τη δυνατότητα να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Αναζητούνται, λοιπόν, τρόποι αξιοποίησης της επιστολικής ψήφου, έτσι όμως που θα διασφαλίζεται η εγκυρότητα της διαδικασίας και δεν θα δημιουργείται έδαφος για καταγγελίες περί νοθείας που δεν ανακύπτουν όταν υπάρχει αυτοπρόσωπη παρουσία του ψηφοφόρου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά κυβερνητικό στέλεχος, «η επιστολική ψήφος είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και, όπως την εφαρμόζουν άλλες χώρες, μπορούμε να την εφαρμόσουμε και εμείς».
Εάν η κατεύθυνση στην οποία προτίθεται να κινηθεί η κυβέρνηση στο ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού είναι δεδομένη, «θολό» παραμένει το τοπίο αναφορικά με τον νέο εκλογικό νόμο που θα φέρει προς ψήφιση η κυβέρνηση, καταργώντας το σύστημα της απλής αναλογικής που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές σε σχέση με τον εκλογικό νόμο –που το πιθανότερο, άλλα όχι βέβαιο είναι πως θα κατατεθεί πριν από το τέλος του χρόνου και αυτοτελώς– «όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά», καθώς συνδέεται με τον ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό του κ. Μητσοτάκη.
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει εάν θα διαμορφώσει έναν εκλογικό νόμο που θα στήριζε και το ΚΙΝΑΛ ή εάν θα προχωρήσει μόνη της, αφού ούτως ή άλλως ο νέος εκλογικός νόμος εκτιμάται πως δεν θα διασφαλίσει τις απαιτούμενες 200 ψήφους ώστε να ισχύσει από την αμέσως επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Προβληματισμός
Η επιμονή του ΚΙΝΑΛ το μπόνους στο πρώτο κόμμα να μην είναι δεδομένο αλλά να αποτελεί συνάρτηση του εκλογικού του ποσοστού –να αυξάνεται όσο μεγαλύτερη είναι η εκλογική του επίδοση– δεν είναι πλέον βέβαιο ότι θα γίνει αποδεκτή από το Μέγαρο Μαξίμου.
Η επιλογή της Φώφης Γεννηματά πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου να καταστήσει σαφές ότι το ΚΙΝΑΛ δεν θα συμπράξει σε κυβερνητικό σχήμα, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων θα έδινε ψήφο ανοχής στη Ν.Δ., γεννά εκ των πραγμάτων προβληματισμό για το εάν θα πρέπει να υιοθετηθεί ένας εκλογικός νόμος που θα αυξάνει τις πιθανότητες να είναι αναγκαία μια κυβέρνηση συνεργασίας, ακόμη και εάν το πρώτο κόμμα υπερβαίνει «καθαρά» το 35% και προσεγγίζει το 40%.
Επίσης η μετεκλογική στρατηγική της Χαριλάου Τρικούπη, των διμέτωπων επιθέσεων κατά Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, δεν δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την αναζήτηση ευρύτερων συγκλίσεων.