Στην αντεπίθεση για τον εμβολιασμό


Στην αντεπίθεση για την ...

ανάκτηση του «χαμένου υγειονομικού εδάφους» αναφορικά με την αναγκαιότητα του εμβολιασμού του πληθυσμού περνά η επιστημονική κοινότητα, τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως. 
«Σύμμαχος», η επιδημία της ιλαράς η οποία αφύπνισε πολίτες αλλά και επαγγελματίες υγείας, βάζοντας στην άκρη, έστω και για λίγο, τον δισταγμό τους έναντι των εμβολίων.
Μπορεί η Ελλάδα να διαθέτει ένα από τα πιο σύγχρονα εμβολιαστικά προγράμματα της Ευρώπης, και το «μικρόβιο» του αντιεμβολιασμού να εμφανίζει σημάδια ύφεσης, ωστόσο τα δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό: από τον Μάιο του 2017 έως και σήμερα στην Ελλάδα καταγράφηκαν περισσότερα από 3.270 κρούσματα ιλαράς, δηλαδή μιας νόσου για την οποία το εμβόλιο προστατεύει σε ποσοστό 95%. 
Η επιδημία στη χώρα μας ελέγχθηκε, ωστόσο τα περίπου 15 κρούσματα που έχουν δηλωθεί από τις αρχές του 2019 κυρίως σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και της Ηπείρου και κατεξοχήν σε άτομα που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό, έχουν σημάνει συναγερμό στις αρμόδιες αρχές.
Παράλληλα, εφέτος περίπου 380 άτομα στη χώρα μας νοσηλεύθηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας και 146 κατέληξαν λόγω της εποχικής γρίπης. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν ασθενείς που δεν είχαν εμβολιαστεί, παρότι ανήκαν σε ομάδες πληθυσμού για τις οποίες συστήνεται ο εμβολιασμός.
Στην Ελλάδα οι αντιεμβολιαστικές απόψεις είναι υπαρκτές αλλά όχι πολύ ισχυρές, ενώ την τελευταία πενταετία έχουν υποχωρήσει. 
Σύμφωνα με μελέτη της Ε.Ε., η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2018, το 92,8% των Ελλήνων πιστεύει ότι τα εμβόλια είναι σημαντικά, το 89,4% ότι είναι αποτελεσματικά και το 84,5% ότι είναι ασφαλή. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. (μέσος όρος) ήταν 90%, 87,8% και 82,8%. 
Η Ελλάδα, μαζί με τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Σλοβενία, είναι οι χώρες στις οποίες η εμπιστοσύνη των πολιτών στα εμβόλια έχει αυξηθεί μεταξύ 2015 και 2018 (κατά 5% αυξήθηκε το ποσοστό όσων θεωρούν τα εμβόλια σημαντικά, κατά 10% όσων τα θεωρούν ασφαλή, και κατά 8% όσων τα θεωρούν αποτελεσματικά).
Αντίθετα, το ίδιο διάστημα πιο επιφυλακτικοί έχουν γίνει οι Τσέχοι, οι Φινλανδοί, οι Πολωνοί και οι Σουηδοί. Μελέτη του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες επιβεβαιώνει το υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης των Ελλήνων στα εμβόλια: το 85% των Ελλήνων (έναντι 82% του μέσου όρου των πολιτών της Ε.Ε.) συμφωνεί ότι είναι σημαντικό για όλους να κάνουν τα συνήθη εμβόλια. 
Ωστόσο, το 38% των Ελλήνων δήλωσε ότι ούτε αυτός, ούτε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του (παιδιά, γονείς κ.ά.) έχει εμβολιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Εξ αυτών το 40% δήλωσε ότι δεν του είχε προταθεί εμβόλιο από τον γιατρό ή τον παιδίατρο.
Οι επαγγελματίες υγείας
Ακούσιοι «θιασώτες» του αντιεμβολιαστικού κινήματος είναι σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι οι επαγγελματίες υγείας που σε μεγάλο βαθμό δεν εμβολιάζονται. 
Στην Ελλάδα πέρυσι εμβολιάστηκε έναντι της γρίπης μόλις ένας στους τέσσερις εργαζομένους σε νοσοκομεία (στους γιατρούς το ποσοστό ήταν 31,5% και στους νοσηλευτές 24,7%) και το 40% των εργαζομένων στα κέντρα υγείας (44,8% των γιατρών και 40% των νοσηλευτών).
«Ας προστατευθούμε όλοι μαζί. Τα εμβόλια σώζουν ζωές», ήταν το μήνυμα της φετινής Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Εμβολιασμών (24-30 Απριλίου), η οποία πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. 
«Τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά», δήλωσε στην «Κ» με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμών ο καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, παιδίατρος-επιδημιολόγος Τάκης Παναγιωτόπουλος.
«Είναι τεκμηριωμένο με μεγάλο όγκο επιστημονικών δεδομένων ότι τα παιδιά που εμβολιάζονται έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μεγαλώσουν με υγεία. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν όλοι ότι τα εμβόλια είναι μέρος μιας φυσικής ζωής, παρά τις όποιες αντίθετες απόψεις κατά καιρούς εγείρονται. Στη σημερινή εποχή δεν είναι μη φυσικό το να εμβολιαζόμαστε». 
Όπως επισημαίνει ο κ. Παναγιωτόπουλος, αυτό που χρειάζεται είναι με πειστικότητα η επιστημονική κοινότητα να ενημερώσει όλους τους γονείς για την αξία των εμβολίων.
Και σε αυτό το σημείο οι ειδικοί πιστεύουν ότι δεν έχουν εξαντλήσει όλα τα μέσα. «Χρειάζεται η συστηματική εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης του κοινού αλλά και των επαγγελματιών υγείας σχετικά με τον εμβολιασμό», σημειώνει στην «Κ» η παιδίατρος, υπεύθυνη του τμήματος Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ - πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ), Θεανώ Γεωργακοπούλου. 
Και συνεχίζει, «οι επαγγελματίες υγείας αποτελούν τον πιο σημαντικό “καθοριστή” για να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια. Αυτοί είναι που θα μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση στους πολίτες. Και ο σωστά ενημερωμένος πολίτης μπορεί να πάρει και τη σωστή απόφαση για το παιδί του και τον εαυτό του».
Μύθοι και αλήθειες
Στο πλαίσιο αυτό, και με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμών, o EOΔΥ επιχειρεί να απαντήσει σε χαρακτηριστικούς μύθους που αναπτύσσονται σχετικά με τον εμβολιασμό. Οπως τονίζει:
• Μπορεί οι λοιμώξεις που προλαμβάνονται με εμβολιασμό να έχουν γίνει σπάνιες σε πολλές χώρες, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν.
• Δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να αποδεικνύουν τη σύνδεση ενός εμβολίου με την πρόκληση αυτισμού.
• Η κυκλοφορία των εμβολίων επιτρέπεται εφόσον διασφαλιστεί ότι πληρούνται προδιαγραφές ασφάλειας και ποιότητας, όπως αυτές ορίζονται από τους αρμόδιους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς.
• Εάν οι άνθρωποι σταματήσουν να εμβολιάζονται, λοιμώξεις που έχουν γίνει σπάνιες, όπως η πολιομυελίτιδα θα εμφανιστούν ξανά γρήγορα.