Μία εβδομάδα καιρό θα ...
έχει η κυβέρνηση να διαμορφώσει –ενόψει και των εκλογικών αποτελεσμάτων– την τακτική που θα ακολουθήσει στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, γιατί από Δευτέρα, 3 Ιουνίου, με τη συνεδρίαση του EuroWorking Group, ξεκινά μία σειρά από δοκιμασίες στις σχέσεις των δύο πλευρών.
Από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι παροχές Τσίπρα, πριν από 20 ημέρες, παρουσία των έκπληκτων τεχνοκρατών των θεσμών στην Αθήνα, έγινε σαφές ότι αυτές ενόχλησαν και ανησύχησαν.
Ενόχλησαν γιατί έγιναν χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των δανειστών, όπως θα έπρεπε στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και ανησύχησαν γιατί –σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις– θα οδηγήσουν σε υστέρηση έναντι του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά και γιατί δεν στοχεύουν στην τόνωση της ανάπτυξης, την οποία έχει πρωτίστως ανάγκη η χώρα.
Η ενόχληση και η ανησυχία διεφάνησαν στις δηλώσεις του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, μετά το Eurogroup της 16ης Μαΐου, ενώ επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες ότι εξετάζεται το μπλοκάρισμα της προεξόφλησης των δανείων του ΔΝΤ, αλλά και η μη επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (SMPs και ANFAs) από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους, όταν θα έρθει η ώρα, στα τέλη του έτους.
Ωστόσο, όλα κρατήθηκαν σε σχετικά χαμηλούς τόνους τις προηγούμενες μέρες, καθώς οι ευρωεκλογές επέβαλαν την επικράτηση μιας εικόνας ευρωπαϊκής ανάτασης, χωρίς σκιές εξαιτίας του ελληνικού προβλήματος.
Από σήμερα, αυτό το σκηνικό αλλάζει. Την ερχόμενη Δευτέρα, όταν οι εκπρόσωποι των υπουργών Οικονομικών συναντηθούν στις Βρυξέλλες, η Ελλάδα θα βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης των θεσμών για την τρίτη μεταμνημονιακή αξιολόγησή τους, που συντάχθηκε μετά την επίσκεψή τους εδώ, στις αρχές Μαΐου.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η έκθεση, η οποία θα δοθεί στη δημοσιότητα δύο μέρες μετά, στις 5 Ιουνίου, δεν θα είναι θετική, μεταξύ άλλων και λόγω των παροχών, οι οποίες κατεβάζουν το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 σημαντικά κάτω από τον στόχο για 3,5% του ΑΕΠ.
Θα έχει προηγηθεί, στις 4 Ιουνίου, η εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του α΄ τριμήνου, το οποίο θα αποτελέσει κι αυτό μια ένδειξη της πορείας της οικονομίας και των περιθωρίων επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων.
Για το 2020, οι εκτιμήσεις των θεσμών, σύμφωνα με πληροφορίες, αναφέρουν ότι ο πήχυς ίσως κατέβει ακόμη χαμηλότερα καθιστώντας ανεπαρκή ακόμη και μια μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, πρέπει να παρουσιάσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμά της, στο οποίο λογικά θα ενσωματώνει και τις εξαγγελίες της για το 2020 και μετά, ώς το 2023. Αν το κάνει, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς πως το πρόγραμμα θα συναντήσει δυσκολίες να «περάσει» από τις Βρυξέλλες.
Η συνέχεια θα δοθεί στις 13 Ιουνίου στο Eurogroup, όπου είχε προγραμματιστεί –μετά την αναβολή του Μαΐου– να περάσει η προεξόφληση των δανείων του ΔΝΤ, αλλά τώρα πλέον δεν είναι σίγουρο ότι θα γίνει. Ισως δοθεί αναβολή ώς το επόμενο Eurogroup.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θα κληθεί ασφαλώς να τοποθετηθεί για τις παροχές και πώς σκοπεύει να καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των θεσμών.
Τη θέση της κυβέρνησης δυσχεραίνει η στάση των οίκων αξιολόγησης, ότι οι παροχές αυξάνουν τον δημοσιονομικό κίνδυνο και επομένως θα οδηγήσουν σε καθυστέρηση της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Κάτι που αντανακλάται και στο κόστος δανεισμού της, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βιώσιμη επιστροφή της στις αγορές.