Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τεράστια ήττα για τον ...
πρωθυπουργό και βαρύ πλήγμα για τη χώρα αποτελεί η μη αναβάθμιση της Ελλάδας από την Standard & Poor’s.
Ο πρωθυπουργός και το κυβερνητικό επιτελείο δεν κατάφεραν να πείσουν για την… ανάσταση της οικονομίας – την οποία επικαλείται ο Αλέξης Τσίπρας – με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί μετά τις εθνικές εκλογές.
Ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης στον κόσμο στην ουσία έκρινε ότι παρά τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών τίποτα δεν έχει αλλάξει μετά το τέλος του μνημονίου και ρίχνει το βάρος στην επόμενη κυβέρνηση, τονίζοντας ότι η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση που θα αποφασίσει να ακολουθήσει.
Η S&P προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί κατά 2,3% το 2019 με την οικονομία να ανεβάζει ταχύτητα από το 2020 επιτυγχάνοντας μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,8% έως το 2022.
Η κυβέρνηση κατάφερε να βγει 2 φορές στις αγορές, μάλιστα και με 10ετές ομόλογο, ωστόσο ένας μόνο οίκος αξιολόγησης από τους τρεις κορυφαίους (S&P, Moody’ s, Fitch) αναβάθμισε τη χώρα μας μέσα στο 2019.
Αυτή ήταν η Moody’ s και το έπραξε με διπλή αναβάθμιση διότι αφενός η αξιολόγησή της βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από τους υπόλοιπους και αφετέρου για να ενσωματώσει τις εξελίξεις των επόμενων μηνών, όπως έκανε και το 2018.
Συνεπώς, οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές απέναντι στην Ελλάδα, καθώς το μείγμα πολιτικής με τα υπερπλεονάσματα και την φορολογική αφαίμαξη, εμποδίζει την ανάκαμψη και δείχνει ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στους ρυθμούς ανάπτυξης που απαιτούνται για να βγει από την κρίση.
Το liberal.gr είχε εγκαίρως ενημερώσει για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να βρει διαύλους επικοινωνίας με τους οίκους αξιολόγησης και να διαμορφώσει ένα σκηνικό ανάκαμψης της οικονομίας για να πάει σε πρόωρες εκλογές.
Όμως η απόφαση της S&P το βράδυ της Μ. Παρασκευής να διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση της Ελλάδας αποτελεί αναμφίβολα μία μεγάλη ήττα και «γκρεμίζει» το αφήγημα του success story.
Το μήνυμα του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης στον κόσμο είναι ξεκάθαρο. Η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο για την ανάπτυξη ενώ υπάρχει φόβος να… επιβραδύνει τις μεταρρυθμίσεις ενόψει εκλογών.
Η S&P τονίζει ότι η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία θα εξαρτηθεί κυρίως από την κατεύθυνση που θα αποφασίσει να ακολουθήσει η επόμενη κυβέρνηση αλλά και από το πόσο γρήγορα θα μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν ανακάμπτει με τον επιθυμητό ρυθμό.
Η αναβάθμιση και μαζί της η πολυπόθητη επιστροφή στην υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης θα έρθει μόνο αν η επόμενη κυβέρνηση εφαρμόσει ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις με στόχο να δώσει ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και παράλληλα να ανακουφίσει τους πολίτες από τα υφιστάμενα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, σημειώνει η S&P.
Ο οίκος που στο παρελθόν έχει ξαφνιάσει με τους θετικούς προς τον κ. Τσίπρα «χρησμούς» του, όπως για παράδειγμα τον Ιανουάριο του 2017 που αναβάθμισε την Ελλάδα προεξοφλώντας την επιτυχή ολοκλήρωσης μιας αξιολόγησης που δεν είχε καν ξεκινήσει, αυτή τη φορά τηρεί στάση αναμονής ενόψει πολιτικής αλλαγής.
Η S&P διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου σε «Β+» με θετικές προοπτικές, αξιολόγηση που ισχύει από τις 20 Ιουλίου 2018.
Από τότε η Ελλάδα έχει καταφέρει να βγει από τα μνημόνια, συνεχίζει να αναπτύσσεται αν και με αναιμικό ρυθμό, πετυχαίνει και με το παραπάνω τους δημοσιονομικούς στόχους, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας συνεχίζει να εφαρμόζει τις απαιτήσεις των δανειστών αν και με τις γνωστές καθυστερήσεις. Τότε, γιατί η Ελλάδα δεν αξίζει μια ακόμη αναβάθμιση όταν έχει σημειώσει τέτοια πρόοδο;
Οι βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές, οι πολύ καλές δημοσιονομικές επιδόσεις και η εξαιρετικά πλεονεκτική δομή του ελληνικού χρέους (σε επίπεδο διάρκειας και επιτοκίου) «εξισορροπούνται» από τον τεράστιο όγκο του κρατικού χρέους, τη δύσκολη κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, την συνέχιση των capital controls και τον «προβληματικό» μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, η πραγματική οικονομία δεν… τραβάει όπως θα έπρεπε.
Αν η Ελλάδα δεν αναβαθμίζεται τώρα που όπως ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός επιστρέφουμε στην κανονικότητα, τότε πότε θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk», που σημαίνει ότι θα δανειζόμαστε με τα επιτόκια της υπόλοιπης Ευρώπης και προσελκύουμε περισσότερους μακροπρόθεσμους επενδυτές και λιγότερους κερδοσκόπους;
Επιπλέον, η μη αναβάθμιση της χώρας καθιστά ακόμη πιο δύσκολο τον δρόμο μέχρι την επενδυτική βαθμίδα. Ίσως γι’ αυτό το λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στην υψηλότερη κατηγορία αξιολόγησης μέσα σε 18 μήνες από τις εκλογές και όχι αρκετά νωρίτερα.