Οι φορολογούμενοι εγκαταλείπουν τις ...
ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών στις οποίες είχαν υπαχθεί τα προηγούμενα χρόνια είτε υπό το βάρος της έλλειψης ρευστότητας είτε εξαιτίας της προσδοκίας για μια ευνοϊκότερη ρύθμιση, η οποία καλλιεργείται από την ίδια την κυβέρνηση με τις αλλεπάλληλες σχετικές εξαγγελίες.
Στο τέλος του 2018, μόλις το 3,5% των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία τελούσε σε καθεστώς ρύθμισης. Πριν από δύο χρόνια, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5,4%. Δηλαδή, από το ούτως ή άλλως χαμηλό ποσό των 5 δισ. που είχε ρυθμιστεί μέχρι και το τέλος του 2016, φτάσαμε στα 3,7 δισ. μέσα σε μία διετία, ενώ η πτωτική τάση συνεχίζεται και στους πρώτους μήνες του 2019 ενόψει της κατάθεσης του νομοσχεδίου με τη νέα ρύθμιση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, κάθετη πτώση καταγράφεται και στο λεγόμενο «αποτελεσματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο του χρέους». Είναι το τμήμα του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών για το οποίο εκτιμάται ότι υπάρχουν οι περισσότερες πιθανότητες να εισπραχθεί από τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Αυτό το κομμάτι αντιστοιχούσε στο 12,3% του συνολικού χρέους στο τέλος του 2016 (ή στα 11,4 δισ.), και στο τέλος του 2018 το ποσό κατέρρευσε στα 8,5 δισ. ή στο 8,1% του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους.
Η καθυστέρηση στη λήψη των τελικών αποφάσεων προκύπτει πλέον ότι κοστίζει ακριβά, καθώς όσο περνούν οι εβδομάδες χωρίς να γίνονται οριστικές ανακοινώσεις, τόσο στερεύει η δεξαμενή από την οποία θα μπορούσε να αντλήσει έσοδα το υπ. Οικονομικών.
Το «αποτελεσματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο» και το ποσοστό του συνολικού χρέους σε καθεστώς ρύθμισης είναι δύο βασικοί δείκτες για την «ποιοτική» αποτύπωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους, το οποίο έφτασε στο τέλος του 2018 στα 104 δισ. Και στους δύο αυτούς δείκτες παρατηρείται σημαντική επιδείνωση όπως προκύπτει από τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Από το 2016 στο 2018, το τμήμα του συνολικού χρέους που βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης μειώθηκε κατά 1,344 δισ. ή από τα 5 δισ. στα 3,698 δισ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη συνολική δεξαμενή των χρεών προστέθηκαν 11,5 δισ. επιπλέον. Ετσι, το ποσοστό του συνολικού χρέους σε καθεστώς ρύθμισης μειώθηκε από το 5,4%, στο 3,5%.
2. Το ποσοστό του χρέους που είχε κριθεί το 2016 «αποτελεσματικό» είχε αυξηθεί στο 12,3%, με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί στα 11,436 δισ. Και το 2017 και το 2018 υποχώρησε, με αποτέλεσμα στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 να περιορίζεται στα μόλις 8,484 δισ. Ποιος είναι ο ορισμός του αποτελεσματικού χρέους;
Ορίζεται ως το πλέον εισπράξιμο μέρος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, το οποίο περιλαμβάνει τα υπόλοιπα ποσού βασικής οφειλής έως 1,5 εκατ. Επίσης δεν περιλαμβάνονται τα χρέη οφειλετών που έχουν χαρακτηριστεί πτωχοί καθώς και αυτά δημόσιων ή δημοτικών επιχειρήσεων. Δεν περιλαμβάνει οφειλές προ της 30/11/2011 όπως επίσης και χρέη από τις ακόλουθες κατηγορίες φόρων:
• Λοιπές εισφορές.
• Εμμεσους φόρους υπέρ τρίτων.
• Μισθώματα και υπηρεσίες.
• Πρόστιμα του ΚΒΣ και λοιπά μη φορολογικά πρόστιμα και παράβολα.
Το ποσοστό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, που βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης, θα εμφανιζόταν ακόμη χαμηλότερο αν τηρούνταν με απόλυτη… ευλάβεια το γράμμα του νόμου.
Με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο, όποιος δεν πληρώνει εμπρόθεσμα όλες τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις δεν δικαιούται να διατηρεί τη ρύθμιση των 100 δόσεων, ενώ όποιος χάσει πάνω από δύο φορές τη ρύθμιση των δώδεκα δόσεων ουσιαστικά χάνει κάθε δικαίωμα στην όποια διευθέτηση.
Στην πράξη, οι φορολογικές αρχές δεν επιδεικνύουν τέτοια αυστηρότητα καθώς κάτι τέτοιο θα έριχνε το ποσοστό των «τακτοποιημένων» οφειλών σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, ακόμη και κάτω από το 3%.
Η έλλειψη ρευστότητας είναι ο ένας βασικός λόγος για τον οποίο περιορίζονται οι οφειλές σε καθεστώς ρύθμισης. Ο δεύτερος όμως, και εξίσου σημαντικός, είναι η πλήρης αβεβαιότητα όσον αφορά το περιεχόμενο της νέας ρύθμισης.
Οι φορολογούμενοι εξακολουθούν να μην έχουν την παραμικρή εικόνα για το αν στη νέα ρύθμιση θα ενταχθούν και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του 2018. Ετσι, πολλοί εξ αυτών προτίμησαν να εγκαταλείψουν τις όποιες ρυθμίσεις είχαν ανοικτές ποντάροντας στο ότι με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουν να τακτοποιήσουν τις οφειλές τους σε περισσότερες δόσεις.
Το πιο πιθανό είναι πάντως ότι η επιλογή της «εγκατάλειψης» προηγούμενων ρυθμίσεων δεν θα αποδειχθεί και η σωστή. Ακόμη και από τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου προκύπτει ξεκάθαρα ότι είναι αποφασισμένο –δεδομένων και των πιέσεων που ασκούνται από την πλευρά των θεσμών– η νέα ρύθμιση να έχει πολύ αυστηρά κριτήρια ένταξης αλλά και καθορισμού του αριθμού των δόσεων. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες:
1. Η ένταξη στη ρύθμιση θα γίνεται με πολύ συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, αντίστοιχα με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τη ρύθμιση των στεγαστικών δανείων. Δηλαδή θα λαμβάνεται υπόψη η περιουσία, το υπόλοιπο των τραπεζικών καταθέσεων και φυσικά το εισόδημα.
2. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούν να ενταχθούν σε μια ρύθμιση μεγάλης διάρκειας και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του 2018, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε επιβράβευση για όσους εγκατέλειψαν προηγούμενες ρυθμίσεις για ποσά της τάξεως των 600 εκατ.