Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ...
θεωρεί ότι ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας προσπαθεί να «βγει μπροστά» για να υποκαταστήσει τον δικό του ρόλο
Η «κόντρα» μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου συνεχίζεται, αυτή τη φορά με αφορμή επιστολή του Μητροπολίτη Μεσσηνίας προς τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, με την οποία διαμαρτύρεται για τα εργασιακά κεκτημένα των κληρικών.
Ο Αρχιεπίσκοπος θεωρεί ότι ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας προσπαθεί να «βγει μπροστά» για να υποκαταστήσει τον δικό του ρόλο.
Την έντονη αντίδραση της πλειοψηφίας της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος προκάλεσε η χθεσινή προσχηματική, όπως την χαρακτήριζαν Ιεράρχες, παρέμβαση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου ο οποίος απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Κώστα Γαβρόγλου.
Όπως εκτιμούν Ιεράρχες ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας στόχευε τόσο κατά του υπουργού όσο κατά της ίδια της Ιεράς Συνόδου και του προέδρου της, Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου.
Όπως επισήμαναν εκκλησιαστικοί κύκλοι «η παρέμβαση αποσκοπούσε απλά και μόνο στην εξυπηρέτηση του στόχου αμφισβήτησης του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και στην ανάδειξη του ιδίου του Χρυσόστομου ως ισχυρού υποψηφίου διαδόχου του. Εκκλησιαστικοί κύκλοι συμπλήρωναν: «Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας είχε σχεδόν ανοιχτά θέσει θέμα διαδοχής του Αρχιεπισκόπου τον περασμένο Νοέμβριο, λίγες ημέρες μετά τη συνεδρία της Ιεραρχίας λέγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι δεν τίθεται θέμα Αρχιεπισκόπου «ακόμη».
Οι Ιεράρχες παράλληλα, από τη στιγμή που η Ιερά Σύνοδος μίλησε τόσο με την απόφαση του Νοεμβρίου του 2018 όσο και με την απόφαση του Μαρτίου του 2019, και έστειλε το ξεκάθαρο μήνυμα στην κυβέρνηση ότι η διασφάλιση του σημερινού μισθολογικού, εργασιακού, ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος των 10.000 κληρικών είναι αδιαπραγμάτευτη και αποτελεί κόκκινη γραμμή στο διάλογο μεταξύ Εκκλησίας-Πολιτείας, συμπλήρωναν: «Κάθε άλλη παρέμβαση υποκρύπτει άλλου τύπου σκοπιμότητες.
Κανένας Μητροπολίτης δεν μπορεί να επιχειρεί να υποκαθιστά ούτε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία έλαβε ομόφωνα απόφαση, ούτε τον πρόεδρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών».
Εκκλησιαστικοί κύκλοι τόνιζαν: «Η Εκκλησία και η Ιερά Σύνοδος έχει και ισχυρό Αρχιεπίσκοπο που βάζει πάνω από όλα το συμφέρον της Εκκλησίας και του εθνους και της πατρίδας».
Όπως παρατηρούσαν εκκλησιαστικοί κύκλοι «ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας δεν υπολόγιζε στους σχεδιασμούς του ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα τορπίλιζε ο ίδιος με την εισήγηση του στην Ιεραρχία του Μαρτίου, με τον δικό του βυζαντινό τρόπο, την πρόθεση συμφωνίας εκκλησίας-Πολιτείας προτάσσοντας πάνω από όλα τη διασφάλιση των εργασιακών, μισθολογικών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των 10.000 κληρικών της Εκκλησίας, οι οποίοι σε όλα αυτά τα χρόνια της βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις σε όλη την Ελλάδα δεκάδες χιλιάδες αδύναμους ανθρώπους προερχόμενους από ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, ούτε είχε μετρήσει σωστά τις ξεκάθαρες και επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου, αρκετές ημέρες πριν από την Ιεραρχία, ότι τίποτα δεν πρόκειται να γίνει χωρίς την συναίνεση και τη συγκατάθεση των κληρικών.
Ούτε φυσικά είχε υπολογίσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος με την εισήγηση του η οποία έγινε ομόφωνα δεκτή από την Ιεραρχία θα παρέπεμπε το ζήτημα της πρόθεσης συμφωνίας Εκκλησίας -Πολιτείας στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή στην κυβέρνηση που θα προκύψει με τις επερχόμενες εκλογές».
Αλλωστε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους «είχε ενοχληθεί σφόδρα δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης συμφωνίας μαζί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημ. Τζανακόπουλου , ο οποίος ουσιαστικά μιλούσε για την αποπομπή 10.000 κληρικών από το δημόσιο και την πρόσληψη στην θέση τους 10.000 «δικών μας παιδιών».
Όπως είχε πει τότε σε στενούς του συνεργάτες ο Αρχιεπίσκοπος «η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν είναι και θα είναι υπόθεση ολόκληρου του ελληνικού λαού και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ανεχτεί τα θέματα σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας να καταστούν αντικείμενο πολιτικής ή κομματικής εκμετάλλευσης και δη σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.
Για αυτό άλλωστε και προέταξε τη σημασία του ανοιχτού, ειλικρινούς και ενδελεχούς διαλόγου με την πολιτεία με κόκκινη πάντα γραμμή το υπάρχον καθεστώς των 10.000 κληρικών».
Σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους «η βασική επιχείρηση αμφισβήτησης του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου επιχειρήθηκε να στηθεί από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας και τους Μητροπολίτες Δημητριάδος Ιγνάτιο και Ιλίου Αθηναγόρα και του Μητροπολίτη Βαρνάβα, o οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει τα ερείσματα σε μία ομάδα Μητροπολιτών για την επιδίωξη της εκλογής του δια μεταθετού στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης χωρίς φυσικά τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, με όχημα την επιδίωξη εκλογής στην μητρόπολη Γλυφάδας του Πρωτοσύγγελου Αλ. Ψωίνου και την «αποδοκιμασία» του εκλεκτού του Αρχιεπισκόπου Επισκόπου Σαλώνων Αντώνιου.
Από τη στιγμή που το σχέδιο αυτό επέτυχε και στη Γλυφάδα εξελέγη Μητροπολίτης ο Επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας δεν χάνει ευκαιρία να επιχειρεί να αναδείξει τον εαυτό του ως υποψήφιο διάδοχο του Αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Αυτό που συζητείται στην ιεραρχία, είναι η ταχύτητα με την οποία ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας από το φυλοκυβερνητικό στρατόπεδο σε αυτό της αντιπολίτευσης καθώς όπως λένε οι ίδιοι κύκλοι «έβαλε πλάτη» στην κυβέρνηση στο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών και στο ξεπούλημα της Μακεδονίας αφορίζοντας το συλλαλητήριο του 2018 στο οποίο η Εκκλησία αποφασίσει ομόφωνα να συμμετάσχει με εκπρόσωπο τον Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεο ο οποίος εκφώνησε το μήνυμα της Εκκλησίας και τον μητροπολίτη Δράμας Παύλο και Χίου Μάρκο».
Όπως τονίζεται από τους ίδιους κύκλους: «Στην παρέμβαση του ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας το 2018 ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας είχε τραβήξει τη δική του κόκκινη γραμμή κατά της εκπροσώπησης της εκκλησίας της Ελλάδος για το σκοπιανό χαρακτηρίζοντας τη διοργάνωση του ως παντελώς διαφορετική και ξένη προς τον θεσμό της Εκκλησίας.
Έκανε λόγο για άθεσμους οργανωτές του συλαλλητηρίου και άγνωστους συνδιοργανωτές οι οποίοι επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την Εκκλησία και να την καπελώσουν για την ικανοποίηση δικών τους πολιτικών σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων».