Κυρ. Μητσοτάκης στο CNBC: Σαρωτικές αλλαγές στην οικονομία από τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης


Σαρωτικές αλλαγές στην ...


οικονομία, σε μία χρονική στιγμή που η Ελλάδα επιστρέφει σταδιακά από το χείλος της οικονομικής κατάρρευσης υπόσχεται με συνέντευξή του στο CNBC ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ειδικότερα, ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύεται με δηλώσεις του για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας των αγορών κατά το πρώτο έτος της θητείας του εάν εκλεγεί πρωθυπουργός και σημειώνει ότι θα μειώσει τη φορολογία για εγχώριες αλλά και διεθνείς επιχειρήσεις κάνοντας λόγο για «μια επιθετική και ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση». 
«Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να υλοποιήσουμε από τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης ενώ το δημοσίευμα αναφέρει ότι «οι προτάσεις του περιλαμβάνουν ένα σχέδιο για μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 20% σε δύο χρόνια. Ωστόσο, η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει την Ελλάδα πιο ελκυστική για τις επιχειρήσεις μειώνοντας σταδιακά τη φορολογία από το 29% το 2018 στο 25% έως το 2022. 
«Θα στείλουμε επίσης ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις κεφαλαιαγορές για το τι εννοούμε επιχειρήσεις. Έχω δεσμευτεί στον εαυτό μου η Ελλάδα να αποκτήσει επενδυτικό βαθμό σε διάστημα 18 μηνών», τονίζει ο κ. Μητσοτάκης. Το CNBC εξηγεί ότι από την αρχή της κρίσης, το 2009, η χώρα έχει χάσει τον επενδυτικό βαθμό της από τρεις οίκους αξιολόγησης.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «τα τελευταία δέκα χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν πολύ», ότι έχουν επιβαρυνθεί από την υπερβολική λιτότητα του ΣΥΡΙΖΑ και ότι οι «επόμενες εκλογές θα αφορούν την οικονομία, τις θέσεις εργασίας και το διαθέσιμο εισόδημα».
Σύμφωνα επίσης με τον κ. Μητσοτάκη, ο ρυθμός ανάπτυξης 2% δεν είναι αρκετός. «Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι ανάπτυξη 2%. Αυτό δεν θα κάνει τη διαφορά. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη τουλάχιστον 4% βραχυπρόθεσμα. Αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος μας, αυτός με τον οποίο θα είναι ευχαριστημένοι οι πιστωτές μας», επισημαίνει στο CNBC.
Στη συνέχεια της συνέντευξης ο πρόεδρος της ΝΔ εκφράζει και πολύ σοβαρές αμφιβολίες για την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου –τη δέσμευση για πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5% έως το 2022 -υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα στέλνει το «λάθος μήνυμα».
«Ο λόγος για τον οποίο έχουμε ξεπεράσει τους στόχους ήταν επειδή η κυβέρνηση επιβάρυνε τη μεσαία τάξη και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση θέλησε να δημιουργήσει μεγαλύτερο πλεόνασμα από ό, τι πραγματικά ζητήθηκε ήταν επειδή θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα για να το διανείμουμε με τη μορφή εκλογικών επιδομάτων».
«Ο κ. Τσίπρας συμφώνησε σε πρωτογενές πλεονάσματα ύψους 3,5% έως το 2022. Νομίζω ότι πρόκειται για πολύ αυστηρό στόχο. 
Έχω πει από την αρχή ότι σεβόμαστε τις συμφωνίες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά έχω επίσης ενημερώσει τους Ευρωπαίους εταίρους μου ότι για να είμαστε σε θέση να επιτύχουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, πρέπει να ανταμειφθούμε με μικρότερους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον το 2021 και το 2022. 
Δυστυχώς, η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ κοντά για να αρχίσει να ισχύει κάποια αλλαγή νωρίτερα. Αυτό, επομένως, που ζητώ είναι πολύ συγκεκριμένο: Δώστε μου 12 μήνες να πείσω τους πιστωτές μας και τις διεθνείς αγορές, ότι πραγματικά εννοούμε όσα λέμε. 
Ότι η Ελλάδα μπορεί στ' αλήθεια να αλλάξει και να αποκτήσει η ίδια την ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος, ώστε οι μεταρρυθμίσεις που κάνουμε να μη γίνονται επειδή κάποιος μας τις επιβάλλει, αλλά επειδή πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις που εμείς οι ίδιοι έχουμε προτείνει. 
Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, αλλά θα διατηρούν παράλληλα τον κοινωνικό τους χαρακτήρα. Εφόσον, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, θα κάνουμε σε 12 μήνες μία συζήτηση για την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα», υποστηρίζει ο κ. Μητσοτάκης.
«Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση. Και, τελικά, αν έχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα, ας πούμε το 2021, 3 ή 2,5%, δεν πρόκειται να κάνει μεγάλη διαφορά όσον αφορά τη συνολική βιωσιμότητα του χρέους μας. 
Συμβολικά ωστόσο, θα είναι μία ανταμοιβή για μια χώρα που πραγματικά συμμετέχει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης, δέσμευσή μου ότι όποιος κι αν είναι ο δημοσιονομικός χώρος που μπορώ να διαπραγματευτώ, το 80% θα κατευθυνθεί σε μειώσεις φόρων», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ν.Δ.
Ερωτηθείς, τέλος, για την πρόσφατη έκδοση ομολόγου από την Ελλάδα αλλά και για το ενδιαφέρον που αρχίζουν να δείχνουν θεσμικοί επενδυτές, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπογραμμίζει: «Προφανώς και μας ενδιαφέρει να προσελκύσουμε τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. 
Θα σας έλεγα μάλιστα ότι καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, οι αγορές θα αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψιν τους και την πιθανή πολιτική αλλαγή. Εάν οι αγορές, μάλιστα, πεισθούν από την προοπτική που τους παρουσιάζουμε, είναι πολύ πιθανό ότι τα πράγματα θα αρχίσουν να βελτιώνονται, ήδη, από τώρα ενόψει των εκλογών. 
Και αυτό θα είναι πολύ καλό για την Ελλάδα. Ουδέποτε υπήρξα αυτός που υπονομεύει τη χώρα του για να κερδίσει οποιουδήποτε είδους πολιτικό όφελος. 
Θυμάμαι τον κ. Τσίπρα το 2014 να αποθαρρύνει τους επενδυτές για να μην επενδύσουν στην Ελλάδα. Εγώ ποτέ δεν έλεγα κάτι τέτοιο και πάντα θα λέω επενδύστε στην Ελλάδα, επενδύστε στη χώρα μας. 
Αν θέλετε να το κάνετε, μάλιστα, περιμένοντας μία πολιτική αλλαγή, όχι μόνον είστε ευπρόσδεκτοι, αλλά θα έχετε το πλεονέκτημα να προηγείστε των εξελίξεων. Επομένως, υποστηρίζω πως αν οι αγορές αντιδράσουν θετικά στο διάστημα των επόμενων μηνών, αυτό θα ήταν μία πολύ ευπρόσδεκτη εξέλιξη. 
Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω λίγο περισσότερο. Σε μία εποχή που μιλάμε πολύ για τους λαϊκιστές, για τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις απειλές τής πολιτικής αστάθειας, μπορεί στην Ελλάδα να υπάρξει μία κεντροδεξιά, μετριοπαθής, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση με ισχυρή πολιτική εντολή. 
Αυτό θα σήμαινε ότι δεν υπάρχει πολιτικός κίνδυνος και ότι ο κίνδυνος πολιτικής αβεβαιότητας θα έχει βγει πια από την εξίσωση. Πιστεύω ότι αυτό είναι σημαντικό για τους διεθνείς επενδυτές, καθώς αναλύουν ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ».