Την άνοιξη του 1975, σε μία από...
τις πρώτες συνεδριάσεις που αφιέρωσε στην κατάρτιση του νέου Συντάγματος, η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή συζήτησε, μεταξύ άλλων, για τη θέση του βουλευτή.
Πόσο έπρεπε να δεσμεύεται από τους εκλογείς του;
Μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει η κομματική πειθαρχία;
Θα μπορούσε ο βουλευτής να εγκαταλείπει το κόμμα με το οποίο έχει εκλεγεί για λόγους συνείδησης;
Τον λόγο πήρε τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Θυμίζοντας πόσο σκληρή στάση είχε o ίδιος τηρήσει απέναντι στην αποστασία, το 1965, τάχθηκε παρά ταύτα υπέρ της δυνατότητας «αποχωρήσεως» των βουλευτών από το κόμμα τους.
«Πιστεύω στην κομματική πειθαρχία», υποστήριζε. «Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ένα σημείον, πέρα του οποίου η συνείδηση του βουλευτή, η συνείδηση ενός μέλους κόμματος, πρέπει να τον καθοδηγήσει. Και αν η συνείδησή του του επιβάλλει αλλαγήν πορείας, πρέπει να τη σεβαστούμε» (3.4.1975).
Έκτοτε, το θέμα απασχόλησε επανειλημμένως τις Βουλές της Μεταπολίτευσης. Από την πολύκροτη μεταπήδηση του πατέρα Κατσίκη στη Ν.Δ., την επαύριον των εκλογών του 1990, έως τις μαζικές διαγραφές βουλευτών από τα δύο μεγάλα κόμματα τον χειμώνα του 2011-12, τα παραδείγματα είναι πολλά. Σπάνια, εντούτοις, οι τόνοι ανέβηκαν όσο την περασμένη εβδομάδα.
Δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς χαρακτηρισμούς του είδους «αποστασία», «κυβέρνηση κουρελού», κ.ά., που ήταν μοιραίο να ακουστούν, αλλά στους πιο προσωπικούς, οι οποίοι, αυτή τη φορά ξεπέρασαν κάθε μέτρο.
Κορυφαίο παράδειγμα, οι εκφράσεις γνωστού αρθρογράφου, που μίλησε για «εξαγορές αληταράδων» και «παράσταση σούργελων».
Δεν γνωρίζω προσωπικά κανέναν από τους βουλευτές που έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ τις έξι επιπλέον ψήφους που έψαχνε. Είμαι σίγουρος ότι όλοι τους θα επικαλούνται «λόγους συνείδησης», τους οποίους δεν είμαι βέβαια αρμόδιος να κρίνω. Για την ειλικρίνειά τους, προφανώς, θα αποφανθούν οι εκλογείς τους, όταν έρθει η ώρα. Θα με απασχολήσει, απεναντίας, η θεσμική πλευρά του ζητήματος.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, από τα βρετανικά γεννοφάσκια του ώς τις μέρες μας, είναι η «αντιπροσωπευτική» εντολή.
Οι βουλευτές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, πρέπει να είναι ελεύθεροι να αγορεύουν και να ψηφίζουν κατά συνείδηση. Γι’ αυτό, οι εντολείς τους δεν μπορούν να τους ανακαλέσουν κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Και ναι μεν, πολιτικά, οφείλουν πλέον στις μέρες μας να ακολουθούν τη γραμμή του κόμματος με το οποίο εκλέχθηκαν, πλην όμως, σε κάποιες οριακές στιγμές, θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν κατά συνείδηση.
Πειστικότερα από κάθε άλλον, την αντιπροσωπευτική εντολή έχει υπερασπιστεί ο ιρλανδικής καταγωγής Βρετανός φιλόσοφος και πολιτικός Εντμουντ Μπερκ (1729-1797). Στην περίφημη ομιλία του προς τους εκλέκτορες του Μπρίστολ (1774) υποστήριζε ότι, ασφαλώς, ο βουλευτής θα πρέπει να αφοσιώνεται ολόψυχα στους εντολείς του και να τους αφιερώνει και την τελευταία ικμάδα του.
Αυτό που δεν μπορεί να τους εκχωρήσει είναι την «αβίαστη γνώμη του» και την «πεφωτισμένη συνείδησή του». Διότι, συνέχιζε, ο βουλευτής «δεν σας οφείλει μόνο την εργασία του, αλλά προπάντων την κρίση του [his judgment]· αν θυσιάσει την τελευταία, τότε, αντί να σας υπηρετεί, θα σας έχει προδώσει».
Το παράδειγμα της συμφωνίας των Πρεσπών είναι, όπως πιστεύω, πολύ γλαφυρό εν προκειμένω. Ανοιχτό από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ονοματολογικό –κατεξοχήν ζήτημα συνειδήσεως ειδικά για τους Βορειοελλαδίτες βουλευτές– παρότι από χρόνια επηρεάζει άμεσα την εξωτερική πολιτική της χώρας, δεν απασχόλησε διόλου τα κόμματα το 2015.
Και ναι μεν από παλιά η Αριστερά είχε ταχθεί υπέρ της λύσης της σύνθετης ονομασίας, πλην όμως, άλλα ήταν τα θέματα που βρέθηκαν τότε στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Πώς θα έπρεπε λοιπόν να λυθεί το ζήτημα, αφ’ ης στιγμής, εντελώς απρόσμενα, άνοιξαν οι προοπτικές του διαλόγου, μετά την αιφνιδιαστική απομάκρυνση των ακραίων εθνικιστών από την κυβέρνηση των Σκοπίων;
Η απάντηση που δίνει η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι σαφής: όχι βέβαια με δημοψηφίσματα και εν θερμώ αποφάσεις, αλλά με διαβούλευση από τους αντιπροσώπους του έθνους, τους οποίους εκλέξαμε όχι μόνον διότι ανήκουν στο Α κόμμα ή στο Β, αλλά και διότι εμπιστευόμαστε την κρίση τους.
Δεν είναι συνεπώς τυχαία η ολοσχερής επικράτηση της αντιπροσωπευτικής εντολής έναντι της επιτακτικής. Την τελευταία σήμερα επικαλούνται μόνον κάποιοι γραφικοί απόγονοι των Ιακωβίνων στην Κούβα και την «μπολιβαριανή» Βενεζουέλα. Αντίθετα, την αντιπροσωπευτική εντολή καθιερώνουν τα συντάγματα όλων των σύγχρονων δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένου του δικού μας που, σε μία από τις ιστορικότερες διατάξεις του, ορίζει ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος».
Τον Μάιο του 1886, 79 βουλευτές του Δηλιγιαννικού κόμματος μεταπήδησαν στο αντίπαλο Νεωτεριστικό, ψηφίζοντας υπέρ του τρικουπικού υποψηφίου προέδρου της Βουλής. Ο Χαρ. Τρικούπης σχημάτισε τότε την πέμπτη και μακροβιότερη κυβέρνησή του, μακράν τη δημιουργικότερη, όπως έχει δείξει η βιογράφος του Λύντια Τρίχα.
Περιστατικά όπως το ανωτέρω είναι βέβαια αδιανόητα στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Παρότι το Σύνταγμα ορίζει ότι «οι βουλευτές» και όχι τα κόμματα εκλέγονται από τον λαό (άρθρο 53 παρ. 1), οι πάντες συμφωνούμε ότι η δημοκρατία είναι σήμερα κομματική.
Όχι μόνο διότι, σε αντιδιαστολή προς την εποχή του Τρικούπη, ο ρόλος των κομμάτων αναγνωρίζεται πλέον πανηγυρικά, αλλά κυρίως διότι αυτά, στη σημερινή εποχή, αποτελούν τον αναντικατάστατο ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στους κυβερνώντες και στον λαό.
Και εύλογα, αφού δεν έχει εφευρεθεί κανένας άλλος θεσμός ικανός να συναιρέσει την πανσπερμία των συμφερόντων, για τα οποία συγκρούονται τάξεις και ομάδες. Δεν έχουν άδικο, συνεπώς, όσοι στις μέρες μας μιλούν για «δημοκρατία των κομμάτων».
Από την άλλη, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα κόμματα λειτουργούν δημοκρατικά και ότι προβαίνουν στις μεγάλες συνθέσεις τους ύστερα από ανοιχτή και ειλικρινή διαβούλευση των οργάνων και των μελών τους –κάτι που εξακολουθεί βέβαια να είναι ζητούμενο σχεδόν παντού– το ζήτημα παραμένει. Διότι είναι τόσο ποικίλα και κάποτε ανυπέρβλητα τα συνειδησιακά προβλήματα που μπορεί να βασανίζουν τον καθένα μας, ώστε η συμμόρφωση προς την όποια κομματική γραμμή να συνιστά σε κάποιες περιπτώσεις δυσβάσταχτη θυσία.
Φυσικά, σε αυτές τις περιπτώσεις, το να γυρίσει κανείς στο σπίτι του μπορεί να είναι η ενδεδειγμένη λύση. Αλλά, κάτι τέτοιο, δεν θα σήμαινε ότι παραιτούμαστε εκ προτέρων από την προσπάθεια να μεταπείσουμε με επιχειρήματα τους αντιπάλους μας;
Δεν θα ήταν σαν να δεχόμαστε ότι η Βουλή δεν είναι τίποτε άλλο παρά πεδίο αντιπαράθεσης κουφών και πειθαρχημένων λόχων;
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.