Μόνο για βασικές ανάγκες επαρκεί το εισόδημα των νοικοκυριών


Σε τρόφιμα και έξοδα στέγασης...

συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για θέρμανση, ύδρευση, διαθέτουν κυρίως το εισόδημά τους τα ελληνικά νοικοκυριά. 
Στο στοιχείο αυτό αποτυπώνεται στην πραγματικότητα η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος στα χρόνια της κρίσης, γεγονός που υποχρέωσε την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών να δαπανούν το όποιο εισόδημα στην κάλυψη των βασικών αναγκών τους εις βάρος των λοιπών εξόδων.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το 2017 το 16,9% των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών ήταν για την αγορά τροφίμων, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και κοντά σε αυτό που δαπανούν οι φτωχότερες χώρες της Ε.Ε., οι λεγόμενες πρώην ανατολικές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι Ευρωπαίοι δαπανούν κατά μέσον όρο για την αγορά τροφίμων το 12,2% των συνολικών δαπανών τους, ενώ η Ελλάδα με το 16,7% βρίσκεται στην όγδοη υψηλότερη θέση μετά τη Ρουμανία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Λετονία. 
Το 2008 οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων αποτελούσαν το 15,1% των συνολικών εξόδων των ελληνικών νοικοκυριών, ποσοστό πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο τότε (12,3%) και σε μεγάλη απόσταση από τις πρώην ανατολικές χώρες. 
Το Λουξεμβούργο, με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε., και το Ηνωμένο Βασίλειο (λόγω και του χαμηλού ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα) είναι οι χώρες όπου οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων είναι στα χαμηλότερα επίπεδα, στο 8,9% και 8,2% των συνολικών τους δαπανών αντιστοίχως.
Η μεγαλύτερη δαπάνη για τα ελληνικά νοικοκυριά, το 19,8% για το έτος 2017, αφορά τη στέγαση, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για θέρμανση και ύδρευση. Ωστόσο, λόγω των συγκριτικά χαμηλών ενοικίων το ποσοστό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, που διαμορφώνεται σε 24,2%.
Σε ξενοδοχεία και εστιατόρια κατευθύνεται το 15,4% των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, με την Ελλάδα να κατέχει το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται χώρες με καλοκαιρία και υψηλή τουριστική κίνηση και δη η Μάλτα (20,2%), η Κύπρος (17,5%) και η Ισπανία (16,8%).
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό το 2008 –προ κρίσης δηλαδή– ήταν χαμηλότερο, στο 12,8% των συνολικών δαπανών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σημαντική αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ τόσο στις υπηρεσίες διαμονής όσο και στην εστίαση.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι δαπάνες για εκπαίδευση, καθώς και για την αγορά οικιακού εξοπλισμού και ειδών ένδυσης και υπόδησης. Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά διέθεσαν το 2017 μόλις το 3,7% των συνολικών εξόδων τους για αγορά ρούχων και υποδημάτων, το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. 
Το μέσο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 4,9%. Το 2008 οι δαπάνες για είδη ένδυσης και υπόδησης αντιστοιχούσαν στο 5,2% των συνολικών εξόδων τους. Μόλις στο 2,8% των συνολικών δαπανών αντιστοιχούσαν το 2017 τα έξοδα για αγορά επίπλων και εν γένει οικιακού εξοπλισμού, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο στην Ε.Ε.