Η υπερφορολόγηση και η ...
συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων δημιούργησαν τα τελευταία χρόνια τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία οδήγησαν την ίδια στιγμή και στην ασθενική ανάπτυξη της οικονομίας.
Βέβαια, ευθύνη για τη συγκεκριμένη πολιτική φέρουν και οι δανειστές, οι οποίοι υποεκτιμούσαν τις αποδόσεις των μέτρων που πρότεινε η κυβέρνηση, λαμβάνοντας μάλιστα ως βασικό σενάριο το χαμηλότερο ποσοστό είσπραξης σε κάθε νέο φόρο που επιβαλλόταν.
Την εξέλιξη αυτή όμως φαίνεται ότι ευχαρίστως αποδέχθηκε η κυβέρνηση, καθώς εξυπηρέτησε τoν στόχο της, να μοιράζει, δηλαδή, κάθε χρόνο κοινωνικό μέρισμα στις ομάδες του πληθυσμού που θεωρεί ότι είναι εκλογική της πελατεία, πνίγοντας, από την άλλη, τη μεσαία τάξη, η οποία συνεχίζει να σηκώνει το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Είναι ενδεικτικό ότι ελεύθεροι επαγγελματίες με εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ δίνουν στο κράτος το 40% έως 60% του εισοδήματος χωρίς μάλιστα τα ποσά αυτά να έχουν ίχνος ανταποδοτικότητας.
Η κυβέρνηση εστίασε αποκλειστικά στη διάσωση των συντάξεων μη περικόπτοντας την προσωπική διαφορά.
Σε αυτό επένδυσε και συνεχίζει να επενδύει εκτιμώντας ότι οι συνταξιούχοι (που η αλήθεια είναι ότι έχουν υποστεί τεράστιες μειώσεις στα χρόνια της κρίσης) θα στηρίξουν το κυβερνών κόμμα στις επερχόμενες εκλογές. Αλλά δυστυχώς «ξέχασε» να ασχοληθεί με την πραγματική οικονομία.
Τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων χρόνων, κυρίως το εξωφρενικό υπερπλεόνασμα του 10μήνου, αποτέλεσε, όπως όλα δείχνουν, και το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης ώστε να εξασφαλίσει τη συναίνεση των Ευρωπαίων στο Euroworking Group, καθώς αυτό που βασικά τους ενδιαφέρει είναι να επιτυγχάνεται ο στόχος που έχει συμφωνηθεί (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ), ώστε η κυβέρνηση να συνεχίζει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντι τους.
Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση περικόπτει μέτρα 1,1 δισ. ευρώ για ανέργους, μαθητές, νέους ασφαλισμένους, ενώ ταυτόχρονα μειώνει περαιτέρω τις δημόσιες επενδύσεις. Δεν υπάρχει στην ατζέντα της ούτε ένα αναπτυξιακό μέτρο, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην αύξηση των θέσεων εργασίας. Συγκεκριμένα η κυβέρνηση «κόβει»:
• Τη μείωση της συμμετοχής στα φάρμακα για τους ασφαλισμένους ύψους 240 εκατ. ευρώ.
• Τα προγράμματα απασχόλησης για 30.000 ανέργους ύψους 260 εκατ. ευρώ.
• Την εφάπαξ μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 26% (θα γίνει μόνο μία μονάδα).
• Το μέτρο που προέβλεπε την αύξηση του αριθμού θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για γονείς με παιδιά έως 4 ετών ύψους 140 εκατ. ευρώ.
• Τα δωρεάν σχολικά γεύματα για τους μαθητές ύψους 190 εκατ. ευρώ.
• Τις δημόσιες επενδύσεις κατά 300 εκατ. ευρώ.
• Περιορίζει το ποσό επιδότησης για τους νέους ασφαλισμένους ηλικίας έως 25 ετών.
Και αυτό που συνεχίζει να κάνει η κυβέρνηση είναι να μην επενδύει σε τομείς όπως η παιδεία και υγεία. Σύμφωνα, μάλιστα, με παλαιότερη έρευνα του ΣΕΒ, οι μη μισθολογικές δαπάνες που προορίζονται για την παροχή δημοσίων αγαθών, όπως η παιδεία, η υγεία, η άμυνα, και η Δικαιοσύνη, είναι πέντε μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, «ο πραγματικός δείκτης ευημερίας μιας χώρας έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα και την ποσότητα των δημοσίων αγαθών που παρέχει στους πολίτες της.
Όταν υπερφορολογείς την εργασία και τις επιχειρήσεις χωρίς να επιστρέφεις αντίστοιχου επιπέδου δημόσια αγαθά, δημιουργείται μια μη βιώσιμη σχέση μεταξύ οικονομίας, πολιτών και κράτους».