Μια σημαντική διάλεξη για τις ...
ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις τρέχουσες εξελίξεις στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας έδωσε χθες στην Σχολή Γονέων Κατερίνης ο Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Συρίγος.
Την παρακολούθησα με προσοχή και γιατί το θέμα είναι εξόχως κρίσιμο και γιατί ο συγκεκριμένος αγορητής διακρίνεται για τον πλούτο των γνώσεων του αλλά και γιατί σέβομαι de profundis τους ανθρώπους με επιστημονικούς τίτλους, που γνωρίζω από «πρώτο χέρι» ότι προϋποθέτουν χρόνια σοβαρής εντρύφησης και σκληρής δουλειάς επί γνωστικών αντικειμένων.
Ωστόσο, δεδομένου ότι κριτικές σκέψεις μπορεί να διατυπωθούν σ’ αυτά που λέει ο οποιοσδήποτε, όποιος κι αν είναι αυτός – αυτή άλλωστε είναι και η πεμπτουσία του «δημοκρατικού κανόνα» – θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία της ομιλίας του κ. Καθηγητή που μου προκάλεσαν ερωτηματικά και προβληματισμό.
Το πρώτο αφορά την εκτίμησή του για τις δυνατότητες υλοποίησης του μεγαλεπήβολου σχεδίου κατασκευής του «East Med», δηλαδή του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο διαμέσω της Ελλάδας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Ο κ. Καθηγητής άφησε καθαρά να εννοηθεί ότι το σχέδιο αυτό συνιστά σήμερα επί της ουσίας ένα «τουλάχιστον προς το παρόν αδρανές και πάντως δυσεκπλήρωτο project», αφενός και κυρίως καθ’ ότι απαιτείται τεράστιο οικονομικό κόστος για τη λειτουργική ολοκλήρωσή του και αφετέρου διότι τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στα «οικόπεδα» της Κυπριακής ΑΟΖ, γνωστά με τα προσωνύμια «Αφροδίτη» και «Καλυψώ», δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν ούτε κατά διάνοια τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης.
Μάλιστα, ο κ. Συρίγος είπε χαρακτηριστικά ότι «αν οι Ευρωπαίοι ήταν δυνατόν να “ρουφήξουν” με ένα “καλαμάκι” τις ποσότητες αερίου εκ των κοιτασμάτων αυτών, θα κάλυπταν την ενεργειακή τους ζήτηση μόνο για 6-7 ημέρες»…
Παρακολουθώ πολύ στενά και όσο γίνεται λεπτομερέστερα την «υπόθεση κατασκευής του East Med» διότι θεωρώ ότι η επιτυχής κατάληξή της όχι μόνο θα αναστυλώσει το γεωπολιτικό status της Χώρας μας αλλά θα καθορίσει εν πολλοίς την οικονομική δυναμική της και το μέλλον των ερχόμενων γενεών. Ο East Med είναι ένα πολυμερές και πολυπαραγοντικό οικονομικό εγχείρημα με κολοσσιαίες γεωστρατηγικές συνέπειες και διεθνο-πολιτικές επιπτώσεις.
Μπορεί, λοιπόν, το κόστος κατασκευής του να είναι εξαιρετικά υψηλό, όπως σημείωσε ο κ. Καθηγητής (εκτιμάται σε 7 δισ. δολάρια), αλλά φυσικά η σύλληψη του ως ιδέα και η εκπεφρασμένη στρατηγική του στόχευση δεν περιορίζεται μόνο στα ούτως ή άλλως (προς το παρόν) ισχνά ευρεθέντα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Ο εν λόγω αγωγός θα ξεκινά 170 χλμ νοτίως των ακτών της Κύπρου και σύμφωνα με την ήδη τετελεσμένη συμφωνία ανάμεσα σε Ισραήλ, Ελλάδα, Κύπρο και Ιταλία, θα μεταφέρει προς την Ευρώπη ποσότητες φυσικού αερίου κυρίως από τα δύο αρκούντως μεγάλα κοιτάσματα που βρίσκονται εντός της Ισραηλινής ΑΟΖ, δηλαδή από το Tamar και το Leviathan.
Το πρώτο είναι της τάξης των 223 δισ. κυβικών μέτρων (κ.μ.) και το δεύτερο αποτελείται από 450 δισ. κ.μ. Βέβαια, απόλυτη προτεραιότητα είναι και η διασύνδεση του άνω εγχειρήματος με το κοίτασμα Zohr της αιγυπτιακής ΑΟΖ (το μεγαλύτερο που έχει ανακαλυφθεί ποτέ στην Ιστορία της Μεσογείου) που αριθμεί 850 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, επομένως, είναι εν εξελίξει και κάθε άλλο παρά έχει «τελειώσει». Στην Κύπρο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Υπουργός Ενέργειας Λακοτρύπης προβαίνουν σε συνεχείς δηλώσεις υπέρ του εγχειρήματος, ενώ πρόσφατα ο Υπουργός Ενέργειας του Ισραήλ Yuval Steinitz επεσήμανε ότι με την κατασκευή του αγωγού αναμένεται να μειωθεί η επιρροή των Αράβων στην Ευρώπη όσον αφορά την παροχή ενέργειας.
Η δε ΕΕ που είναι αποδέκτης του 71% της ετήσιας παραγωγής φυσικού αερίου της Ρωσίας και εισάγει απ’ αυτήν από τα αξίας 300 δισ. Ευρώ προϊόντα αργού πετρελαίου που καταναλώνει ετησίως το 1/3, επιθυμεί διακαώς την πρόοδο στο εγχείρημα.
Ήδη στην ΕΕ έχουν συμφωνήσει να επενδυθούν 100 εκατ. δολάρια για τη διενέργεια μελέτης βιωσιμότητας για το έργο αυτό.
Η ανάγκη της Ευρώπης, συνεπώς, να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία συμπλέει με τη στρατηγική λογική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στον τομέα της ενέργειας, στην οποία κυρίαρχο είναι το δόγμα της διαφοροποίησης και εναλλακτικότητας των πηγών και της προμήθειας μορφών ενέργειας (το διαβόητο «dogma of diversification») και της συνεπακόλουθης άμβλυνσης της γεω-οικονομικής ρωσικής επιρροής.
O East Med για τους λόγους αυτούς είναι εν τέλει «ζωντανός» και ήδη ιντριγκάρει το μέλλον το δικό μας, αλλά και πολλών άλλων στην περιοχή.
Το δεύτερο σημείο σχετίζεται με την αναφορά του κ. Συρίγου στην ονομασία που «επιτεύχθηκε» με την περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών για το γειτονικό κράτος των Σκοπίων, ήτοι τη μετονομασία του σε «Βόρεια Μακεδονία».
Αυτή την εξέλιξη ο κ. Καθηγητής την στοιχειοθέτησε ως σημαίνουσα «εθνική μας επιτυχία» διότι, όπως εξήγησε, τα Σκόπια προβαίνουν σε συνταγματική αναθεώρηση για την αλλαγή της επίσημης ονομασίας της χώρας τους, κάτι το οποίο δεν είναι συνήθης διεθνής πρακτική. Μάλιστα, παραλλήλισε την «επιτυχία» αυτή με το κατόρθωμα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) – συνέβη το 2004 – και ανήγαγε τα δύο γεγονότα (μετονομασία των Σκοπίων και ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ) σε κομβικούς «σταθμούς» της σύγχρονης ελληνικής γεωπολιτικής στρατηγικής, καταλήγοντας ότι όταν βάζουμε στόχους και τολμούμε, τότε επιτυγχάνουμε.
Κατά την προσωπική μου αντίληψη, ωστόσο, είναι «μυωπικό» να αξιολογείται και να ερμηνεύεται ιστορικο-πολιτικά η μεταβολή της επίσημης ονομασίας των Σκοπίων και η συνεπακόλουθη αναθεώρηση του «Καταστατικού Χάρτη» της χώρας τους, χωρίς αυτή να εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της Συμφωνίας των Πρεσπών και να κρίνεται από τις λοιπές επιμέρους, ειδικότερες «συνομολογίες» ανάμεσα στα δύο κράτη.
Το πολιτικά κρίσιμο και ιστορικά επιβαλλόμενο ήταν να προκύψουν στιβαρά «trade-offs» για την Ελλάδα, κάτι το οποίο βεβαίως ουδέποτε συνέβη. Αντιθέτως, τα πάντα στην Συμφωνία, από την αναγνώριση από την ελληνική πλευρά «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας» μέχρι και τη συγκρότηση διακρατικής (ελληνο-«μακεδονικής») επιτροπής που θα διαμορφώσει (αρ. 8 της Συμφωνίας) το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων(!) στα δύο κράτη, είναι και εξόχως αλλοιωτικά του Ιστορικού μας Παρελθόντος και βλαπτικά του γενικότερου εθνικού μας συμφέροντος.
Δε νοείται ως εθνική μάλιστα επιτυχία το γεγονός ότι οι γείτονες θα μετονομάσουν το κράτος τους ως «Βόρεια Μακεδονία», όταν στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών αναγνωρίζονται εκατέρωθεν ως «Μακεδόνες» (και όχι «Βορειο-Μακεδόνες») και συνεπώς τους παραχωρείται από εμάς ως αποκλειστικό και μάλιστα εσαεί το ιστορικό και νομικό τεκμήριο ότι αυτοί είναι τελικά οι αυθεντικοί και μοναδικοί «Μακεδόνες».
Επομένως, το πλαίσιο ανάλυσης για την επισήμανση και πολύ περισσότερο παραδοχή μιας μεγάλης εθνικής επιτυχίας (έτσι θεώρησε την ονομασία «Β. Μακεδονία», ο κ. Συρίγος) δεν πρέπει να στηρίζεται μονομερώς στην ιστορική-πολιτική σπανιότητα διεθνώς να αλλάζει ένα κράτος το όνομα του, αλλά πρέπει να εγκολπώνει το συνολικό περίγραμμα των συμπεφωνηθέντων, την Ιστορία και τα αληθινά γεγονότα της (τα «πράγματι συμβεβηκότα» ανά τους αιώνες) και την Πολιτιστική Κληρονομιά των λαών, τον σεβασμό των εθνικών ταυτοποιητικών ριζών, το γνήσιο και διαχρονικό εθνικό συμφέρον, τον σεβασμό στο ρου και στα πεπραγμένα μέσα στον Μέγα και Βαθύ Χρόνο άπαντος του Ελληνισμού.
Βέβαια, προς το τέλος ο κ. Καθηγητής αναφερόμενος στα wiki leaks και στην ήδη από το 2008 επιστολή της τότε αμερικανίδας Προξένου στα Σκόπια Gillian Milovanovic, στην οποία η Πρόξενος προέτασσε ως λύση στο Σκοπιανό το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» καθώς και την αναγνώριση της «μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας», ανακρούοντας πρύμναν, σχολίασε ότι δεν συνιστά «στρατηγική αναβάθμιση» και «διπλωματικό επίτευγμα» να αποδεχόμαστε ως Χώρα και «παίκτης» στην γεωπολιτική σκακιέρα πλήρως άκριτα και δη χωρίς διαπραγματευτικά ανταλλάγματα εν έτει 2018 αυτά που η Αμερικανίδα Πρόξενος προανήγγειλε μια δεκαετία πριν. Συνεπώς, άμβλυνε, αν όχι αναίρεσε, εννοιολογικά και πραγματιστικά αυτό που ο ίδιος προηγουμένως είχε αποκαλέσει σπουδαία «εθνική επιτυχία».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το «μέγα Εύγε» ανήκει στη Σχολή Γονέων που μας χάρισε με την παρουσία του κ. Καθηγητή μια βραδιά αντάξια της πολύχρονης Ιστορίας της, μια βραδιά μεστή από γόνιμο προβληματισμό και ενδιαφέρουσες σκέψεις.
ΥΓ. Το παρόν άρθρο το «μοιράζομαι» φυσικά με όλους, αλλά ιδιαιτέρως με όσους παρευρέθηκαν χθες στη διάλεξη, είναι δε «αφιερωμένο» στον δημοσιογράφο και φίλο κ. Ηλία Χρυσικό, που με παρότρυνε άμεσα να καταγράψω και να δημοσιοποιήσω τις άνω παρατηρήσεις μου.
Κατερίνη, 27/11/2018
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science