Του Ιωάννη Μαλτέζου
Ἐκεῖ ἐπάνω στό ...
βουνό, ὁ ἄνεμος σωπαίνει…
σκιές γυρνοῦν τ’ ἀπόβραδα, τοῦ Ἕπους τοῦ Σαράντα,
πού δέν γνωρίζουν Οὐρανό κι ἡ κάθε μιά πεθαίνει,
σάν ἔρθει τό ξημέρωμα, σάν μιά πικρή μπαλάντα,
πού τραγουδᾶ τήν θλίψη τους, τίς ἔνδοξές τους μέρες
καί πρό παντός τήν ὕψιστη, τῆς ζήσης τους θυσία,
π’ ἄταφα μεῖναν κόκκαλα, στούς ἄπονους ἀγέρες,
μέ μιᾶς Πατρίδας ἄτολμης, τήν πλέρια ἀπουσία.
Στάσου μήν τρέχεις Κωνσταντή, μᾶς φτάσαν οἱ ὀβίδες,
πᾶρε μήν κλαῖς τ’ ἀμπέχωνο, σκεπάσου μήν φοβᾶσαι,
τοῦ θάνατοῦ μας τήν βροντή…. Κι ἄλλοι μαζύ μας εἶδες;
ἀδέρφια μας τά λιάνισε, ἡ ἔκρηξη… θυμᾶσαι;
Δέν εἶναι φόβος πίστεψ’ το, Κύρ Λοχαγέ σοῦ λέω,
εἶναι πού ἡ ἕρμη μάνα μου, δέν εἶχε ἕνα μνῆμα,
νά μέ θρηνεῖ ὅσο ἔζησε, εἶναι γι αὐτό πού κλαίω
κι ἀκόμα πού βρισκόμαστε, στά κορφοβούνια χῦμα,
ν’ ἀσπρίζουνε μές τόν χιονιά, τά δόλια κόκκαλά μας,
ἐκεῖνα πού δέν σπάραξαν, ὄρνια καί θηρία
καί μιά δέν βρέθηκε γωνιά, γιά κειά τά ἄδολά μας,
κορμιά μας πού ξεχάστηκαν κι ἄς γράψαν Ἱστορία….
Κι ἐγώ τό βλέπω τ’ ἄδικο, μά δέν τ’ ἀφήνω δάκρυ,
νά γίνει… μήτε πίκρα μου… μά χαίρουμαι πού εἶμαι,
ἐδῶ μαζύ μέ σύντροφους, σ’ ἑνός βουνοῦ τήν ἄκρη,
π’ ἀντιλαλεῖ τό «ΟΧΙ» μας, περήφανος νά κεῖμαι…
κι εἶναι κι ἡ Μάνα Παναγιά, π’ ὁλημερίς μαζύ μας,
κάθεται δῶ στό πλάι μας καί βράδυ τά ἀστέρια,
σάν καντηλιοῦ παρηγοριά, τ’ ἀνάβει κι εἶναι γῆ μας,
ἐτούτη δῶ πού ἤμαστε κι ἄς τήν πατοῦν ἀσκέρια,
ξενόγλωσσα κι ἀλλόθρησκα, ἐμεῖς δῶ τραγουδᾶμε,
Ἐλλάδα Βόρειος Ἤπειρος, Χειμάρρ(α) Ἅγιοι Σαράντα,
μαζύ καί μ’ Ἀργυρόκαστρο καί Κορυτσά… μετρᾶμε
καί Πρεμετή καί Πόγραδετς, στό Ἕπος τοῦ Σαράντα.