Τα άγνωστα «μαγειρεία» της Παιδείας


Πάνε χρόνια, ήταν αρχές ...

του 2007, όταν δημοσιοποιήθηκε από το υπουργείο Παιδείας πανελλαδική έρευνα μεταξύ των φιλολόγων. 
Ένα από τα ευρήματα ήταν ότι το 86% θεωρούσε θετική την απόφαση αύξησης από το σχολικό έτος 2005-2006 των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων. «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει», σχολίασαν οι άλλες ειδικότητες που ανησύχησαν για τυχόν μείωση των ωρών των δικών τους μαθημάτων, αποτυπώνοντας μια διαχρονική σταθερά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι αποφάσεις για τα διδασκόμενα μαθήματα και τις ώρες διδασκαλίας τους δεν λαμβάνονται με αποκλειστικά παιδαγωγικά κριτήρια, αλλά υπαγορεύονται από ένα πολύπλοκο σύστημα: τους διορισμένους εκπαιδευτικούς σε κάθε ειδικότητα, τις θέσεις εισακτέων στις αντίστοιχες σχολές των ΑΕΙ, τα φροντιστήρια, αλλά και την εκδοτική αγορά που κινείται από τα σχολικά εγχειρίδια και τα «λυσάρια». 
Πίσω από τις διελκυστίνδες μεταξύ των ειδικοτήτων, κρύβεται ο φόβος των καθηγητών κάθε ειδικότητας μήπως δημιουργηθεί πλεόνασμα προσωπικού στα σχολεία, αλλά και μήπως μειωθεί η ζήτηση στην αγορά των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων.
Ειδικότερα, τα μαχαίρια ακονίζονται ανάμεσα στις ενώσεις των εκπαιδευτικών, συνδικαλιστές-μέλη των κομμάτων και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), κάθε φορά που προαλείφεται μια αλλαγή στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το ισχυρότερο παρασκήνιο αναπτύσσεται στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο (Γενικό και Επαγγελματικό), με τα δεκάδες μαθήματα, για τα οποία υπάρχουν πάνω από 50 ειδικότητες και υποειδικότητες καθηγητών, και τις Πανελλαδικές Εξετάσεις γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται μια μεγάλη αγορά φροντιστηρίων και ιδιαίτερων μαθημάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης για τη νέα δομή του Λυκείου και τις εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, κυκλοφόρησε μεταξύ των καθηγητών σύστημα υπολογισμού των ωρών της «νέας» Γ΄ Τάξης. 
Χαμένοι από την πρόταση του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου εμφανίζονται να είναι οι μαθηματικοί και ακολουθούν οι βιολόγοι και οι ξενόγλωσσοι. Ετσι, εξασθενεί η άποψη ότι θα δημιουργηθεί πλεόνασμα φιλολόγων επειδή προτείνεται η κατάργηση των Λατινικών από τα εξεταζόμενα μαθήματα για τους υποψηφίους των σχολών ανθρωπιστικών επιστημών.
Ωστόσο, η επιλογή της Κοινωνιολογίας για τη θέση των Λατινικών φέρεται να υπαγορεύεται και από ιδεολογικούς λόγους της ηγεσίας του υπουργείου. Αρα είναι μόνο θεωρητική η κόντρα φιλολόγων - κοινωνιολόγων. Ωστόσο, υπέρ της Κοινωνιολογίας συνηγορεί και η ανάγκη αξιοποίησης των ξενόγλωσσων καθηγητών, το διδακτικό έργο των οποίων επίσης μειώνεται από την πρόταση Γαβρόγλου.
Στην προηγούμενη αλλαγή, στα εξεταζόμενα μαθήματα –επί υπουργίας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου το 2014– τα «στρατόπεδα» ήταν οι χημικοί και οι καθηγητές Πληροφορικής. Οι χημικοί υποστήριξαν ότι με τις αλλαγές θα υποβαθμιστεί η διδασκαλία της Χημείας στην Γ΄ Λυκείου, καθώς οι περισσότεροι μαθητές θα επιλέγουν την Πληροφορική, που θεωρείται ευκολότερο μάθημα της Χημείας. 
Οι ενώσεις καθηγητών Πληροφορικής θεωρούσαν απαραίτητη την εξέταση της Πληροφορικής για την εισαγωγή στα 33 τμήματα Πληροφορικής ΑΕΙ, ενώ οι χημικοί αντέτειναν ότι υπάρχουν περί τα 100 τμήματα σχετικά με τη Χημεία.
Τα κέντρα αποφάσεων
Οι κόντρες αυτές αποτυπώνονται και στα κέντρα αποφάσεων, όπως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (αντικατέστησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), αλλά και στον εκδοτικό χώρο. «Οι επιλογές μαθημάτων, για τους λόγους που υπαγορεύονται, δεν ανταποκρίνονται σε μια καθαρή αντίληψη για το σχολείο, η οποία έχει σχέση μόνο με παιδαγωγικά κριτήρια», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ» για το θέμα, ο φιλόλογος, διδάκτωρ Ιστορίας, Γιώργος Σμπιλίρης.
Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν οι αντίστοιχες σχολές ΑΕΙ, που εκπαιδεύουν υποψήφιους εκπαιδευτικούς. Το πρόβλημα οξύνεται λόγω της ολιγωρίας του υπουργείου και των ΑΕΙ να συσχετίσουν τον αριθμό των εισακτέων ετησίως στα ιδρύματα με τις ανάγκες και τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. 
Ενδεικτικά, φέτος δόθηκαν 960 θέσεις φοιτητών στα Τμήματα Θεολογίας και την τρέχουσα σχολική χρονιά δεν διορίστηκε σε μόνιμη θέση ούτε ένας θεολόγος, όπως συνέβη και για όλες τις ειδικότητες. 
Έτσι, η συντριπτική πλειονότητα των αποφοίτων των σχολών αυτών οδηγείται στην ετεροαπασχόληση ή στην ανεργία. Εύλογο είναι να «βγαίνουν μαχαίρια» για μια θέση στο σχολείο και οι πτυχιούχοι να είναι ευάλωτοι σε μικροκομματικά παιχνίδια.
Οι συναντήσεις
«Η θεσμική πρακτική είναι ο υπουργός Παιδείας να συναντάται με τις ομοσπονδίες. Αυτό επιτρέπει την αποφυγή συντεχνιακών λογικών», τονίζει στην «Κ» ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Νικηφόρος Κωνσταντίνου. Ωστόσο, την τελευταία πενταετία άνοιξαν οι υπουργικές πόρτες και στις κλαδικές, επιστημονικές ενώσεις των καθηγητών. 
«Η αρχή έγινε από υφυπουργό χωρίς πολλές αρμοδιότητες λόγω του συγκεντρωτισμού του υπουργού», λέει στην «Κ» έμπειρο στέλεχος του υπουργείου. «Από το 2015 οι συναντήσεις των ενώσεων με υπηρεσιακούς παράγοντες έχουν αυξηθεί. Φαντάζεστε τι λέγεται πίσω από τις κλειστές πόρτες από τους εκπροσώπους μιας ένωσης που απειλείται να χάσει διδακτικές ώρες, έναντι μιας άλλης που θα τις κερδίσει...».