Η ρύθμιση του χρέους είναι ...
αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών σε μη απαγορευτικό κόστος, όπως προκύπτει από τις επαφές, την προηγούμενη εβδομάδα, στελεχών της κυβέρνησης και του ΟΔΔΗΧ με κύκλους επενδυτών και θεσμικών παραγόντων σε Αθήνα και Λονδίνο.
Τα μηνύματα που έλαβαν τα στελέχη αυτά δείχνουν ότι ο δρόμος της επιστροφής στην κανονικότητα, που οραματίζεται η κυβέρνηση, δεν τελειώνει στις 20 Αυγούστου με το τέλος του μνημονίου, αλλά είναι ακόμη μακρύς και έχει δύσκολες προϋποθέσεις.
Με πιο σημαντικές να είναι η σταθεροποίηση και η ενίσχυση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας, για την οποία προς το παρόν οι επενδυτές εκφράζουν αβεβαιότητα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τις επαφές της περασμένης εβδομάδας πολλοί εξέφραζαν προβληματισμό για τη δυνατότητα να επιτύχει η Ελλάδα τόσο υψηλά πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα, όπως προβλέπονται στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (3,5% του ΑΕΠ ώς το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ στη συνέχεια ώς το 2060, κατά μέσον όρο).
Πηγές της αγοράς ομολόγων σημειώνουν ότι οι ανησυχίες αυτές επικρατούν κυρίως μεταξύ των επενδυτών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, την προσέλκυση των οποίων επιδιώκει το ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να διευρύνει την επενδυτική του βάση.
Η κατηγορία αυτή των επενδυτών θέλει να είναι σίγουρη ότι δεν θα κινδυνεύει να χάσει τα λεφτά της στο μέλλον, όταν θα έχει αυξηθεί η συμμετοχή των ιδιωτών στο ελληνικό χρέος και θα έχει υποχωρήσει, αντίστοιχα, αυτή των επίσημων πιστωτών.
Οπως σημειώνουν οι πηγές, οι επενδυτές θα ήθελαν να δουν έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 3% και περιμένουν ένα σχετικό πειστικό «αφήγημα» της κυβέρνησης σε αυτή την κατεύθυνση.
«Το θέμα του χρέους δεν αποτελεί πρόβλημα», υποστηρίζουν οι πηγές, επικαλούμενες τις χαμηλές ανάγκες εξυπηρέτησής του, οι οποίες εξασφαλίστηκαν ώς το 2032 με την απόφαση του Eurogroup.
Ωστόσο, προς το παρόν, η αντίδραση της αγοράς είναι πολύ χλιαρή και οι αποδόσεις των ομολόγων επιβεβαιώνουν ότι το «κοινό» τους παραμένει στον χώρο των κερδοσκοπικών κεφαλαίων.
Κύκλοι της αγοράς ομολόγων, εξάλλου, εκτιμούν ότι τα ελληνικά ομόλογα θα παραμείνουν τουλάχιστον ώς το τέλος του 2019 ή στις αρχές του 2020 σε μη επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης.
Στο πλαίσιο αυτό, το στοίχημα για τη νέα έξοδο στις αγορές παραμένει ανοιχτό. Αυτή τη στιγμή οι πάντες είναι επιφυλακτικοί, εν αναμονή της δημοσίευσης της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ, πιθανών νέων αναβαθμίσεων εκ μέρους των οίκων αξιολόγησης και μιας πιο ώριμης αντίδρασης των αγορών.
Δεδομένου, πάντως, ότι το ΔΝΤ θα δημοσιεύσει την ανάλυσή του στις αρχές Αυγούστου, τα χρονικά περιθώρια για μια έξοδο στις αγορές πριν από το τέλος του μνημονίου αρχίζουν και πιέζουν.
Άλλωστε, μια πρόγευση του περιεχομένου της ανάλυσης που δόθηκε προχθές, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο του «άρθρου 4», δεν προοιωνίζεται εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το ΔΝΤ θεωρεί το χρέος βιώσιμο βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, αλλά εκφράζει αβεβαιότητα για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η κυβέρνηση θα ήθελε μια νέα έκδοση, έστω και για συμβολικούς λόγους, προκειμένου να σηματοδοτήσει την καθαρή έξοδο, αλλά δεν θα ρισκάρει μια αποτυχία.
Σημειώνεται ότι τα αρχικά σχέδιά της προέβλεπαν, μετά την έκδοση του 7ετούς ομολόγου, τον Φεβρουάριο, μία ή δύο εκδόσεις ακόμη, ενός 4ετούς κι ενός «πανηγυρικού» 10ετούς τίτλου πριν από τις 20 Αυγούστου.
Η πορεία των αποδόσεων των ομολόγων, ωστόσο, με τη βοήθεια και της ιταλικής κρίσης ακύρωσε τα σχέδια αυτά, αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά ότι η Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε οποιαδήποτε αναταραχή.
Τοποθετήσεις σε τίτλους μικρής διάρκειας συστήνουν οι οίκοι
Για τις άλλες χώρες που βγήκαν από μνημόνιο, η έκδοση 10ετούς ομολόγου συμβόλισε την επιστροφή στις αγορές και στην κανονικότητα. Για την Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ακόμη στον ορίζοντα. Είναι ενδεικτικό ότι και ξένοι οίκοι που έχουν θετικές εκτιμήσεις για τις προοπτικές των ελληνικών τίτλων, συστήνουν τοποθετήσεις σε μικρότερης διάρκειας ελληνικά ομόλογα.
Για παράδειγμα, η HSBC σημειώνει πως η συμφωνία για το χρέος μειώνει σε χαμηλά επίπεδα την αβεβαιότητα και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στα επόμενα πέντε χρόνια, κάνοντας όλα τα ελληνικά ομόλογα κάτω της 10ετίας πιο ελκυστικά.
Επίσης, αναφέρει πως η Ελλάδα έχει επαρκή ρευστότητα για 22 μήνες και ότι με εξαίρεση το 2019, οι δανειακές υποχρεώσεις της είναι χαμηλές για τα προσεχή πέντε χρόνια.
Πάντως, υπογραμμίζει πως αν και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων έχει μειωθεί σημαντικά μετά τη συμφωνία του Eurogroup, ωστόσο το ρίσκο δεν έχει εξαφανιστεί τελείως.
Ο πιστωτικός κίνδυνος βραχυπρόθεσμα μοιάζει να είναι περιορισμένος, ωστόσο μακροπρόθεσμα η χαμηλή ανάπτυξη απειλεί τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ ο κίνδυνος ρευστότητας αποτελεί σημαντικό παράγοντα καθώς η ελληνική αγορά εξακολουθεί να είναι ρηχή.
Επιπλέον, η μεταβλητότητα στην Ευρωζώνη ή στις αναδυόμενες αγορές θα μπορούσε να κάνει αισθητή την παρουσία της παρασύροντας και την ελληνική αγορά.