Η Συμφωνία που υπέγραψε ...
χθες με τους Σκοπιανούς η ελληνική Κυβέρνηση στις Πρέσπες συνιστά μια βαριά και ‘‘απίστευτων’’ συνεπειών ιστορική εθνική ήττα.
Το ‘‘εγκεφαλικό δόλωμα’’ στην όλη υπόθεση είναι η τελική επίτευξη της ‘‘σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό’’ (το ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’ δηλαδή), με erga omnes ισχύ και χρήση.
Και αυτό είναι το έναυσμα των κυβερνητικών θριαμβολογιών, πλαισιωμένο και συνεπικουρούμενο από το ιστορικό-πολιτικό άλλοθι ότι η άνω ‘‘σύνθετη ονομασία’’ ήταν, άλλωστε, η εμμονικά σταθερή και πολυδιατυπωμένη εθνική γραμμή επί του θέματος από το 1993 και μετά.
Ωστόσο, όπως ασταμάτητα έχω πολλές φορές επισημάνει, το ‘‘Σκοπιανό’’ δεν ήταν, ούτε και είναι (μόνο) ζήτημα ‘‘Γεωγραφίας’’ ή ‘‘εναλλακτικής ονοματοδοσίας’’ του γειτονικού κράτους.
Είναι πρωτίστως, στον ‘‘σκληρό πυρήνα’’ της διαμάχης του, ζήτημα Ιστορίας των δύο εμπλεκόμενων λαών, Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ουσιώδους εθνικής ταυτοποίησης τους. Και σ’ αυτήν την ευκρινή πεμπτουσία της διαφοράς, δυστυχώς η Ελλάδα προέβη σε ασύλληπτες και ανιστόρητες παραχωρήσεις βαθέος εθνικού ενδοτισμού.
Και τούτο διότι ο νοηματοδοτικός καμβάς του Ζητήματος υπήρξε, και συνεχίζει να είναι ασφαλώς, η εθνότητα και η γλώσσα των αυτοπροσδιοριζόμενων ως ‘‘Μακεδόνων'’.
Εξ’ αρχής, το βασικό αφήγημα των Σκοπιανών στυλώθηκε στον ισχυρισμό ότι υπάρχει ‘‘μακεδονικό έθνος’’ και ‘‘μακεδονική γλώσσα’’, που δεν σχετίζονται, αξιακά και διαχρονικά, με τους Έλληνες και την αρχαιοελληνική Ιστορία, γεγονός που απέληγε στη συνεπαγωγή ότι η ‘‘Μακεδονία’’ και η ‘‘Ελλάδα’’ αποτελούν δύο ξεχωριστά γεωγραφικά Μέρη, με δύο ξέχωρους Πολιτισμούς και με δικιά τους Ιστορία και Γλώσσα.
Αντιθέτως, η πάγια, παναιώνια, ελληνική πεποίθηση συμπυκνωνόταν στο υπό Στράβωνος γραφέν και διακηρυχθέν ‘‘Εστίν μεν ουν Ελλάς και η Μακεδονία’’.
Από τούδε και στο εξής όμως, οι πολίτες των Σκοπίων θα συνιστούν, και έναντι ημών και έναντι της Διεθνούς Κοινότητας, την ‘‘μακεδονική εθνότητα’’, η οποία ομιλεί την ‘‘μακεδονική γλώσσα’’.
Η δε ‘‘ιστορικο-πολιτική δικαιόχρηση’’ του όρου ‘‘Μακεδόνες’’ τους παραχωρήθηκε για πάντα (η υπογραφείσα Συμφωνία είναι αορίστου χρόνου), αμετακλήτως (irrevocable) και κατ’ αποκλειστικότητα.
Συνεπώς, ‘‘Μακεδόνες’’ θα είναι από εδώ και πέρα μόνο όσοι κατέχουν την ‘‘μακεδονική’’ ιθαγένεια και μιλούν την ‘‘μακεδονική’’ γλώσσα.
Η διατύπωση, άλλωστε, του άρθρου 7§4 της Συμφωνίας στερεοποιεί το αληθές εννοιολογικό πλαίσιο των συμπεφωνηθέντων και κάμπτει τυχόν ερμηνευτικές αποκλίσεις: ‘‘Τα Μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους (ήτοι των Σκοπίων) δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, την Ιστορία, την Κουλτούρα και την Κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (δηλ. της Ελλάδας).’’
Με βάση τη Συμφωνία (αρ. 7§2), λοιπόν, διατηρείται μεν το ‘‘δικαίωμα’’, πλέον όμως ως απατηλή φενάκη, στον Μακεδόνα-Έλληνα να αυτοαποκαλείται ‘‘Μακεδόνας’’ στις ενδοχώριες αναφορές και καταστάσεις του, πράγμα που επί αιώνες κάνει, αλλά στις διεθνείς σχέσεις, συναλλαγές και fora αυτό πρακτικά ακυρώνεται.
Η άμεση συνέπεια θα είναι ο κάτοικος της Μακεδονίας μας να αποκαλείται στο διεθνές και διαδιεθνικό επίπεδο μόνο Έλληνας και όχι Μακεδόνας - Έλληνας (κατά το Πελοποννήσιος – Έλληνας, Ηπειρώτης - Έλληνας, Κρητικός - Έλληνας), καθ’ ότι αν αποκαλείται σε διεθνείς καταστάσεις, συσχετισμούς και συναλλαγές πέραν από Έλληνας και ως Μακεδόνας, θα δίνεται η εντύπωση ότι σφετερίζεται την ιθαγένεια του πολίτη του γειτονικού κράτους, ή, αν όχι, ότι είναι, πολύ χειρότερα, πολίτης του κράτους αυτού.
Στην ουσία, η δυνατότητα που έχουμε όλοι εμείς να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Μακεδόνες- Έλληνες, η δυνατότητα που είχαν οι πρόγονοι μας και τη δυνατότητα αυτή που κατά ιστορική συνέχεια και φυσιολογικότητα θα κληροδοτούσαμε στις επόμενες γενιές, με την υπογραφή αυτής της Συμφωνίας και της αναγνώρισης της ‘‘μακεδονικής ιθαγένειας’’ των Σκοπιανών, άρα της ‘‘μακεδονικής εθνότητας και μακεδονικής γλώσσας’’ τους, που δεν έχουν να κάνουν, υποτίθεται, με τον Ελληνισμό και την αρχαιοελληνική Ιστορία, καταργείται και απαλείφεται άπαξ και εις αεί και προεξεχόντως στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.
Επιπλέον, ως προς το εξωχώριο status, οι συνειρμοί σε όλους τους τρίτους θα είναι άμεσοι και αναπόφευκτοι, καθώς ο σπόρος του σκοπιανού αλυτρωτισμού, ασχέτως τι εκατέρωθεν δηλώνεται στη Συμφωνία, θα συνεχίσει να παραμένει υποστατός και άθικτος, καθώς η ‘‘Νότια’’ Μακεδονία θα αποτελεί, κατ’ ισχυρισμό, το γεωγραφικό, ιστορικό και πολιτικο-κοινωνικό συμπλήρωμα της ‘‘Βόρειας’’, που θα επιζητεί την ‘‘ευρύτερη ενιαιοποίηση’’.
Το εκπληκτικότερο όμως σ’ όλον αυτόν τον Τραγέλαφο είναι ότι αυτή, η αναγνωρισθείσα από την Ελλάδα πια, ‘‘μακεδονική εθνότητα’’, δηλαδή όλοι αυτοί που οι πρόγονοι τους ήταν… ‘‘Μακεδόνες’’ και διέφεραν υπαρξιακά και φυλετικά από τους Έλληνες, είναι ένα ετερογενές μίγμα εθνοτικών κοινοτήτων, κατά τις επίσημες παραδοχές της γειτονικής Χώρας.
Θεμέλιος λίθος για να υπάρχει σήμερα η Χώρα των Σκοπίων υπήρξε η περίφημη συμφωνία της Οχρίδας, που υπογράφηκε στις 13-8-2001. Μόλις πριν 17 χρόνια, η συγκεκριμένη Χώρα βίωσε τις εντάσεις ενός αποσχιστικού εμφυλίου πολέμου, φτάνοντας κυριολεκτικά στα πρόθυρα της διάλυσης της.
Με την επέμβαση και του διεθνούς παράγοντα, στην Οχρίδα, στη συμφωνία εσωτερικής συμφιλίωσης, τονίστηκε και υπογράφηκε βεβαίως ανάμεσα σε Σλάβους και Αλβανούς ότι η Δημοκρατία τους είναι πολυεθνική (multi ethnic), όπως και πράγματι είναι (Σημ. το 65% του πληθυσμού είναι Σλάβοι, το 25% Αλβανοί, το 5% Τούρκοι, το 3% Ρομά και το 2% Σέρβοι).
Γι’ αυτό και συνταγματικώς κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη επίσημη γλώσσα του Κράτους (πέρα από τα ‘‘μακεδονικά’’) είναι και τα αλβανικά. Γι’ αυτούς τους ‘‘Μακεδόνες’’ ομιλούμε, λοιπόν…. Κι αυτοί θα επικρατήσουν, με ελληνική συνυπογραφή και ‘‘βουλοκέρι’’, να λέγονται διεθνώς και έναντι ημών ‘‘Μακεδόνες’’….
Περαιτέρω, η Συμφωνία επιβάλλει συνταγματικές μεταβολές στη γείτονα Χώρα, αλλά, πρωτοφανώς, δεν προσδιορίζει και δεν συγκεκριμενοποιεί τις αλλαγές αυτές. Το μόνο που εκλαμβάνεται ως αυτόθροο νομικό και νοηματικό προαπαιτούμενο είναι ότι η συνταγματική ονομασία του σκοπιανού κράτους θα μετατραπεί σε ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’ και ότι η τροποποίηση αυτή θα συντελεστεί en bloc (αρ. 1§12).
Από εκεί και πέρα, καταγράφεται απλώς ότι θα μετασχηματιστούν το Προοίμιο και τα άρθρα 3 και 49 του Συντάγματος. Τα άρθρα όμως 3 και 49 έχουν ήδη μεταβληθεί βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 ανάμεσα στις δύο χώρες.
Το ουσιώδες ερώτημα εντοπίζεται, επομένως, στο αν θα απαλειφθούν τα άρθρα 68, 73 και 74 του Σκοπιανού Συντάγματος, που ορίζουν περιγραφικά και λεπτομερώς τη δυνητική μεταβολή των συνόρων της Χώρας αυτής και αν, κατά λογική επέκταση, θα δημιουργηθεί ένας ‘‘σκληρός πυρήνας’’ μη αναθεωρητέων συνταγματικών διατάξεων (που σήμερα δεν υφίσταται), στις οποίες θα εξοβελίζεται ή θα ‘‘θάβεται’’ ο διάσπαρτος στο Σύνταγμα φανερός ή και υπολανθάνων αλυτρωτισμός τους.
Η Ελλάδα, παρά ταύτα, αναλαμβάνει τη γεγραμμένη διεθνή υποχρέωση να προχωρήσει στην υλοποίηση της Συμφωνίας μόλις λάβει απλά και μόνο την ειδοποίηση του γειτονικού κράτους (αρ. 1§4 β) ότι αυτό περάτωσε τις περί ταύτης ‘‘συνταγματικές αλλαγές’’, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται ή πολύ περισσότερο ‘‘σχηματοποιείται’’ στη Συμφωνία, προς ουσιαστική και νομική της κατοχύρωση, ένας επαληθευτικός και ελεγκτικός μηχανισμός πιστοποίησης και αληθούς συντέλεσης των αλλαγών αυτών!
Έτσι, με το πρώτο βήμα της επικύρωσης της Συμφωνίας από την άλλη πλευρά και μάλιστα πριν αυτή τεθεί σε ισχύ, η Ελλάδα θα γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι εγκρίνει την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει την πρόσκληση προς το γειτονικό κράτος να ενσωματωθεί στην Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Επί της ουσίας, η Ελλάδα παρέδωσε ex ante όλο το βαρύ διαπραγματευτικό της οπλοστάσιο (ίδετε το άρθρο μου: ‘‘Ελλάδα-Σκόπια, Ποιος είναι πράγματι σε θέση ισχύος;’’), στρώνοντας το ‘‘κόκκινο χαλί’’ για την ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ σε ένα απολύτως πρώιμο στάδιο εκτέλεσης της Συμφωνίας και δημιουργώντας, ήδη από του σταδίου αυτού και μετά, πολιτικά, ιστορικά και νομικά τετελεσμένα σε βάρος της.
Το αν αυτό, όμως, λέγεται διπλωματική αβελτηρία ή είναι μια εθνικώς μειοδοτική συμπεριφορά θα το απαντήσουν, πρωτογενώς, ο ελληνικός λαός στις επόμενες εκλογές και, δευτερογενώς, σαφώς με πνεύμα και κριτήριο ιστορικής Δικαιοσύνης, ο Έλληνας Ιστορικός του Μέλλοντος…
Νομίζω δε ότι περιττεύει να σταθούμε στις ‘‘κωμικές διαστάσεις’’ της Συμφωνίας. Το ότι ‘‘απαγορεύεται’’ εκατέρωθεν ο ‘‘αλυτρωτισμός’’, συνεπαγωγικά και το να διαλαλούμε ότι η ‘‘Μακεδονία (άρα και η ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’) είναι ελληνική’’, ή ότι θα συσταθεί Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων σε ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα (αρ. 8§5), βάσει των πορισμάτων της οποίας μπορεί να ‘‘αλλάξουν’’ τα σχολικά εγχειρίδια, όχι μόνο στα Σκόπια, αλλά και στην Ελλάδα (!!!) προκαλεί ευνοήτως πικρόχολα μειδιάματα…
Διότι αυτό που μένει τελικά στις Ψυχές και στην Κρίση όλων μας είναι ότι Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά πρωτίστως μια ντροπιαστική, ανιστόρητη και ‘‘ελληνομηδενιστική’’ Συμφωνία, μια Συμφωνία που η Ελλάδα επισήμως και χωρίς ενδοιασμούς ή ιστορικές, πολιτικές και νομικές επιφυλάξεις επικυρώνει ατόφιο και απαράλλακτο το πλαστογραφικό αφήγημα του ‘‘Μακεδονισμού’’!
Γι’ αυτό ακριβώς οι Σκοπιανοί πανηγυρίζουν. Μετά το σύντομο ‘‘κουκλοθέατρο’’ μεταξύ Ιβανόφ και Ζάεφ (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ιβανόφ δεν θα υπέγραφε την ‘‘κακή’’ συμφωνία του Πρωθυπουργού Ζάεφ με την Ελλάδα), για να παραπλανηθούν οι αφελείς και να δημιουργηθεί η εντύπωση ‘‘δικαίωσης’’ του κ. Τσίπρα στην Ελλάδα, έσπευσαν να υπογράψουν τελικά τη Συμφωνία.
Πολύ απλά, γιατί αυτή δεν αποτελεί μόνο μια περήφανη διαπραγματευτική νίκη τους, αλλά καθολική συνθλιπτικού τύπου επικράτηση τους στη δόλια παραχάραξη Ιστορίας αιώνων, επικράτηση που φέρει μάλιστα την υπογραφή και την επίσημη κρατική σφραγίδα του ‘‘αντιπάλου’’.
Ο κ. Τσίπρας ‘‘ακούει’’ άραγε, όχι τις φωνές του ζώντος πλήθους που τον αποδοκιμάζουν (γι’ αυτές άλλωστε μας διαβεβαίωσε διαρρήδην ότι αδιαφορεί), αλλά τα κόκκαλα του Παύλου Μελά που… τρίζουν;