* Της κ. Έφης Μπάσδρα
Τι μάθαμε από την...
κρίση; Εννέα χρόνια τώρα βολοδέρνουμε με λίγα βήματα μπρος και περισσότερα πίσω, σε μια περιπέτεια που δεν φαίνεται να τελειώνει εύκολα.
Η κρίση ταρακούνησε γερά και έβαλε σε αμφισβήτηση το μοντέλο της ζωής όπως το είχε δομήσει στο μυαλό του και το βίωσε στην εποχή της «ανάπτυξης» και των αφειδών κρατικών παροχών, ο νεοέλληνας.
Στην πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις – επαναλαμβάνεται ετήσια τα τρία τελευταία χρόνια –, έχει πολύ ενδιαφέρον η απάντηση στο ερώτημα που αφορά την επιλογή του είδους της εργασίας, αναφορικά με τις απολαβές και την εργασιακή ασφάλεια.
Το 65,5% των ερωτηθέντων, δηλαδή 2 στους 3, δηλώνουν πως θα προτιμούσαν μια δουλειά με μέτριο μισθό και μικρές προοπτικές εξέλιξης αλλά με σταθερότητα, ενώ μόνο το 33,6% επιλέγει μια δουλειά με υψηλές αποδοχές, μεγάλες προοπτικές εξέλιξης αλλά με έλλειψη εργασιακής ασφάλειας.
Το ποσοστό αυτό παραμένει σχεδόν αμετάβλητο στις διαδοχικές μετρήσεις από τον Απρίλιο του 2015 μέχρι και σήμερα.
Κοντεύουμε δεκαετία στην κρίση και το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει το δημοσιοϋπαλληλίκι καλά κρατεί... Με σχεδόν μισό εκατομμύριο νέων υψηλών προσόντων, με πτυχία, μεταπτυχιακά, γνώσεις και δεξιότητες να έχουν πάρει το δρόμο της ξενητειάς, οι εδώ εναπομείναντες αναζητούν και πάλι τη θαλπωρή του δημοσίου.
Και βέβαια η όλη αυτή φιλοσοφία έρχεται σε αντίθεση με τα παρακάτω ευρήματα της έρευνας όπου 2 στους 3 Έλληνες πιστεύουν ότι «χρειαζόμαστε μικρότερο δημόσιο τομέα» άρα λογικά λιγότερες θέσεις δημοσίου μελλοντικά και «συμφωνούν πως η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο δημόσιος τομέας θα βελτιωθεί εάν καταργηθεί η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων», άρα λογικά, αυτόματη αίρεση της ασφάλειας και σιγουριάς.
Υπάρχουν πολλά αποτελέσματα στη έρευνα που αποκαλύπτουν έναν έντονο «διπολισμό» στις απαντήσεις που αποδεικνύει την κατανόηση του τι φταίει και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να οδεύσει η χώρα, όταν όμως αφορά τους άλλους και δεν έχει προσωπικό κόστος!
Η δε «διπολική» προσέγγιση ως προς το δημόσιο, οφείλεται αρχικά στο φόβο και την ανασφάλεια του Έλληνα εργαζόμενου σε σχέση με τη διασφάλιση των εργασιακών του δικαιωμάτων – ανασφάλεια που επιδεινώθηκε με τη μεταβατική φύση της εποχής και την αυξημένη απαίτηση για προχωρημένες δεξιότητες–, κυρίως όμως οφείλεται στην ευάλωτη και εύθραυστη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Η στασιμότητα της και η μη διαφαινόμενη προοπτική ανάπτυξης παρά τα λεγόμενα, τους δείκτες και τους αριθμούς, δεν φαίνεται να έχουν αγγίξει τον κόσμο και την τσέπη του, και για μία ακόμη φορά στρέφεται προς την ασφάλεια του δημοσίου.
Η πίεση που ασκείται εκ μέρους της κοινής γνώμης στα πολιτικά κόμματα για περισσότερους διορισμούς θα είναι το κυρίαρχο εργαλείο για την πορεία προς την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η κρίση απέτυχε να ενεργοποιήσει αντανακλαστικά αυτενέργειας και ρίσκου στο μεγαλύτερο ποσοστό αυτών τελικά που παρέμειναν στη χώρα. Τα αίτια μένει να διερευνηθούν. Με τις εξαγγελίες προσλήψεων από τους κυβερνώντες είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ένας νέος γύρος πολιτικών εξαρτήσεων και «διαπλοκής» με τους πολίτες με όμηρο το μέλλον της νέας γενιάς.
Υπάρχει σωτηρία; Φαίνεται πως η θεσμική κατοχύρωση όλων όσων πραγματικά πιστεύουν σύμφωνα με την έρευνα, στην συντριπτική πλειονότητα τους οι Έλληνες, αλλά δεν τολμούν να αποδεχτούν και γι αυτό «απαγορευτικό» να τις εφαρμόσουν οι πολιτικοί, όπως η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, το μικρότερο και λειτουργικότερο δημόσιο, είναι η μόνη λύση.
Γιατί η επιστροφή μας σε ένα μέλλον όπου και πάλι θα επικρατήσει ο κρατισμός, η αναξιοκρατία, το ανελέητο ρουσφέτι και οι διορισμοί θα διώξει ακόμη περισσότερους ικανούς Έλληνες στο εξωτερικό, με τελικό αποτέλεσμα τη στασιμότητα, την αποτελμάτωση και τελικά την οπισθοδρόμηση της χώρας.
* Η κα Έφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.