Η «εξομολόγηση» ενός κατασκόπου.


Καθόταν μόνος σε μία από τις ...

ταβέρνες του λιμανιού ατενίζοντας το Αιγαίο, όταν τον πλησίασε ένας άγνωστος άνδρας που του συστήθηκε ως «Μεχμέτ». 
«Γεια σου Mάρτιν» του είπε, προφασιζόμενος ότι είχαν γνωριστεί παλαιότερα στην Τουρκία. «Ηξερε ότι είμαι φωτογράφος και μου ζήτησε κάποιες εικόνες με τουριστικό ενδιαφέρον» θυμάται ο Μάρτιν. «Το θεώρησα κολακευτικό».
Τρεις ημέρες αργότερα συναντήθηκαν ξανά, αυτή τη φορά στη Σμύρνη, όπου ο Μεχμέτ επανέλαβε την πρότασή του: «Θέλουμε φωτογραφίες με ανεμόμυλους, παλιά διατηρητέα σπίτια και άλλα αξιοθέατα». 
Συνοδευόταν από πέντε άνδρες, οι οποίοι δεν συστήθηκαν ούτε απηύθυναν τον λόγο στον Μάρτιν. Φορούσαν γκρι κοστούμια και μπλε πουκάμισα. «Την επόμενη φορά φέρε μαζί το λάπτοπ σου» τον προέτρεψε ο Μεχμέτ στο τέλος της κουβέντας τους και συμφώνησαν να τα ξαναπούν σε εστιατόριο της Σμύρνης μια εβδομάδα αργότερα. 
«Σε εκείνη τη συνάντηση μου αποκάλυψε ότι δεν τους ενδιέφερε το τουριστικό κομμάτι και ότι ήθελαν να φωτογραφίζω τις κινήσεις στρατιωτικών οχημάτων. Με απείλησε ότι εάν δεν δεχόμουν να συνεργαστώ, είχαν άλλες μεθόδους να με πείσουν να το κάνω».
Ο Μάρτιν συνελήφθη να φωτογραφίζει στρατιωτικές εγκαταστάσεις ακριτικού νησιού και καταδικάστηκε σε φυλάκιση για προδοτική κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδας. Είχε στρατολογηθεί στις αρχές της δεκαετίας από πράκτορες της τουρκικής ΜΙΤ, που εκείνη την περίοδο είχαν αναπτύξει το λεγόμενο «δίκτυο των συνταξιούχων»: Μια ομάδα κατασκόπων με ηλικιωμένους από τη Βόρεια Ευρώπη, οι οποίοι είχαν επιλέξει να εγκατασταθούν στο Αιγαίο, μακριά από το «τοξικό» κρύο του Βορρά.
«Γνώριζαν τα πάντα»
Πριν από λίγες εβδομάδες, η υπόθεσή του δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό και η έδρα τού επέβαλε ποινή φυλάκισης με δυνατότητα εξαγοράς (του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας). 
Οδηγήθηκε προσωρινά στη φυλακή και τελικά πήρε αποφυλακιστήριο μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα, χάρη και στη συνδρομή του δικηγόρου του. Στη συνέχεια, παραχώρησε συνέντευξη στην «Κ» υπό την προϋπόθεση να αλλοιωθούν τα στοιχεία ταυτότητάς του και ορισμένες κρίσιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να τον εκθέσουν σε κίνδυνο.
«Οταν με πλησίασαν για να με στρατολογήσουν γνώριζαν τα πάντα για μένα. Τις οικογένειες με τις οποίες διατηρούσα φιλικές σχέσεις, τους συνεργάτες μου ως φωτογράφος, κυρίως όμως ότι είμαι ομοφυλόφιλος και ότι είχα ερωτικό δεσμό με ένα νεαρό Τούρκο, τον Μπιλάλ» εξηγεί ο Μάρτιν και συνεχίζει: «Στην τρίτη μας συνάντηση, ο Μεχμέτ χτύπησε δυνατά το χέρι του στο τραπέζι και με απείλησε λέγοντάς μου “ξέρουμε ότι είσαι αρρωστημένος άνθρωπος Μάρτιν. Θα υπακούσεις σε ό,τι σου λέμε, διαφορετικά θα κάνουμε κακό στην οικογένεια του Μπιλάλ ή σε σένα”», εξηγεί με τρεμάμενη φωνή.
Μέχρι την ηλικία των 50, ο Μάρτιν ζούσε σε μια μεγαλούπολη του ευρωπαϊκού Βορρά, όμως λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, οι γιατροί του συνέστησαν να μετακομίσει σε περιοχή με πιο θερμό κλίμα. Εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αττάλεια και στη συνέχεια στη Σμύρνη, όπου είχε μια ήρεμη ζωή. 
Εννιά χρόνια αργότερα, το ασφαλιστικό του ταμείο τον ενημέρωσε ότι προκειμένου να διατηρήσει τη σύνταξή του θα έπρεπε να επιστρέψει σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. «Επισκεπτόμουν τακτικά την Ελλάδα και γνώριζα καλά τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. 
Ήταν εύκολη απόφαση να εγκατασταθώ σε ένα απ’ αυτά» λέει στη συνέντευξή του, την πρώτη ενός πρώην κατασκόπου της ΜΙΤ σε ελληνικό μέσο.
Με την οικογένεια του Μπιλάλ ανέπτυξε φιλικές σχέσεις το διάστημα που ζούσε στη Σμύρνη και διατήρησε επικοινωνία μαζί τους μετά τη μετακίνησή του στην Ελλάδα. «Κάθε φορά που τους επισκεπτόμουν στην Τουρκία ερχόταν η αστυνομία με το πρόσχημα ότι στο σπίτι γίνονται όργια», είπε ενώπιον του δικαστηρίου (τα πρακτικά βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας).
Οι πράκτορες της ΜΙΤ εγκατέστησαν στο λάπτοπ του ένα λογισμικό και του εξήγησαν πως έπρεπε να το χρησιμοποιεί για να επικοινωνεί μαζί τους. Εάν οι ελληνικές αρχές τον εντόπιζαν, εκείνοι θα έλεγαν ότι δεν τον γνωρίζουν. 
«Μου είπαν ότι κάθε μέρα θα ανοίγω τον υπολογιστή και θα βρίσκω οδηγίες. “Θα διαβάζεις τι σου ζητάμε και θα πηγαίνεις στο τάδε ή το δείνα στρατόπεδο”. Δεν τους ενδιέφεραν οι στρατιωτικές υποδομές στην πρώτη γραμμή. 
Αυτές τις γνώριζαν ήδη. Ηθελαν λεπτομερή ενημέρωση για τα μετόπισθεν. Ποια μέσα μεταφοράς υπάρχουν σε κάθε εγκατάσταση, τον τύπο τους, πόσα απ’ αυτά ήταν καλυμμένα με κουκούλες, πόσα όχι, ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε από κάθε στρατόπεδο».
Οι πληροφορίες που συγκέντρωνε, ενσωματώνονταν σε αρχείο ψηφιακής εικόνας (jpg) με τη χρήση ειδικού λογισμικού (fotolabor). «Μου είπαν ότι θα παίρνεις κάποιες φωτογραφίες άσχετες και θα κολλάς το κείμενο πίσω απ’ αυτές. Το πρόγραμμα που εγκατέστησαν στον υπολογιστή είχε αυτή ακριβώς τη δυνατότητα», εξηγεί και συνεχίζει: «Μόλις τα έστελνα έπρεπε ένα ένα να τα διαγράφω».
Για διάστημα μερικών ετών και μέχρι τη σύλληψή του κατέγραφε σχεδόν σε καθημερινή βάση στρατιωτικές εγκαταστάσεις και οτιδήποτε άλλο του υποδείκνυαν οι Τούρκοι πράκτορες, όπως για παράδειγμα το αεροδρόμιο του νησιού, το εργοστάσιο της ΔΕΗ, μια λιμνοδεξαμενή άρδευσης, φρεάτια κ.ά. 
Επρεπε να στέλνει τις απαντήσεις στη διάρκεια της νύχτας και είχε χρονικό περιθώριο τριών ημερών για να φέρει σε πέρας κάθε αποστολή. «Αν κάτι ξέφευγε από την προσοχή μου ή όσες φορές δοκίμασα να στείλω λανθασμένες ή ελλιπείς πληροφορίες, με διόρθωναν λέγοντάς μου ότι “ο φωτογράφος της υπηρεσίας είδε κάτι διαφορετικό”. Ήταν φανερό ότι δεν δούλευα μόνο εγώ γι’ αυτούς στο νησί».
Την πρώτη, δοκιμαστική περίοδο εργάστηκε άμισθος. Αργότερα άρχισε να εισπράττει 400 ευρώ και στη συνέχεια 700 ευρώ τον μήνα για τις υπηρεσίες του. Tον τελευταίο χρόνο, όταν πια είχε μάθει καλά τη «δουλειά», η αμοιβή του ανέβηκε στα 1.250 ευρώ. Τα χρήματα κατατίθεντο στον λογαριασμό του, μολονότι ο ίδιος δεν τους έδωσε ποτέ τον αριθμό, ενώ ως εντολέας εμφανιζόταν μια άγνωστη γυναίκα.
Τα μηνύματα
Συνελήφθη πέντε χρόνια μετά τη στρατολόγησή του, όταν αστυνομικοί τον είδαν να οδηγεί «ένα μπλε κουρσάκι» –όπως το περιέγραψαν– σε αγροτικό δρόμο, κοντά σε στρατιωτική εγκατάσταση του νησιού. 
«Εντοπίσαμε τον κατηγορούμενο σε έναν χωματόδρομο. Ο δρόμος δεν ήταν κεντρικός και το αυτοκίνητο μας κίνησε την περιέργεια» κατέθεσε ο αστυνομικός που τον συνέλαβε. Στο παρελθόν, αξιωματικοί του στρατού τον είχαν δει να τριγυρνά κοντά σε στρατόπεδα και είχαν κρατήσει την πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του. 
Ομολόγησε αμέσως και περιέγραψε με λεπτομέρεια τη δράση του, ενώ έδωσε στους αστυνομικούς πλήρη πρόσβαση στα μηνύματα που βρίσκονταν αποθηκευμένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Ενδεικτικά: «Εδώ βρίσκονται πέντε Unimog Mercedes». «Η δίοδος τελειώνει μπροστά σε ένα διώροφο πέτρινο παρατηρητήριο με μπάρα. 
Από μη εξασκημένο μάτι δεν μπορεί να εντοπιστεί αυτό το στρατόπεδο». «Εδώ βρίσκονται έξι στρατιωτικά τεθωρακισμένα σκεπασμένα με κουκούλες». «Εκεί οδηγεί στενό μονοπάτι σε στρατιωτική δεξαμενή, μετά από 50 μέτρα πέτρινη σκοπιά με περιφερειακή θέα βαμμένη λαδί». «Στις 15/4 με πλοίο 30 τεθωρακισμένα Leopard».
Τα παραπάνω περιλαμβάνονται σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συμπεριλήφθηκε στη δικογραφία μαζί με 13 φωτογραφίες στρατοπέδων που βρέθηκαν αποθηκευμένες στη φωτογραφική μηχανή του Μάρτιν. 
«Δεν είμαι περήφανος γι’ αυτό που έχω κάνει. Ζητώ συγγνώμη από τις οικογένειες που απογοήτευσα. Ντρέπομαι να κοιτάξω πολλούς ανθρώπους στα μάτια» είπε, ολοκληρώνοντας την απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου. 
Σήμερα, έχει ξεκινήσει καινούργια ζωή σε χώρα του ευρωπαϊκού Βορρά. Διατηρεί δεσμούς με την Ελλάδα και ελπίζει να ζήσει γαλήνια τα χρόνια που του απομένουν.
Έντυπη