Με «απτή» την αγωνία τού» να μην ...
επισκιαστεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα ευρωπαϊκά δρώμενα από το –όλο και περισσότερο ενισχυόμενο– δίδυμο Γαλλίας-Γερμανίας, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζ.-Κ. Γιούνκερ θα βρεθεί στην ετήσια ομιλία που θέτει τους στόχους για τη χρονιά, την Τετάρτη στο Στρασβούργο.
Πολλοί λένε ότι η ομιλία αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία του κ. Γιούνκερ να αφήσει το προσωπικό στίγμα του στην Ε.Ε., τη στιγμή που το «φλερτ» το οποίο έχει ξεκινήσει μεταξύ του Γάλλου προέδρου Μακρόν και της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ –και που αναμένεται να επισημοποιηθεί μετά τις γερμανικές εκλογές– μπορεί να απειλήσει ακόμα και την ύπαρξη της ίδιας της Κομισιόν.
«Δεν θέλουμε να “κρατάμε το φανάρι” ανάμεσα σε Μέρκελ και Μακρόν», έλεγε με χιούμορ Ευρωπαίος αξιωματούχος, επιδιώκοντας να τονίσει ότι η Επιτροπή δεν θα επιτρέψει να υποβαθμιστεί σε κομπάρσο στα ευρωπαϊκά δρώμενα, έχοντας ρόλο παρατηρητή των αποφάσεων που θα αρχίσουν να παίρνουν οι δύο ισχυροί της Ευρώπης.
Αλλωστε δεν αποτελεί είδηση ότι τον ρυθμό της ευρωπαϊκής εμβάθυνσης παραδοσιακά τον βάζει η Γερμανία με τη Γαλλία, ανάλογα με το πόσο κοντά βρίσκονται οι δύο πιο ισχυρές χώρες. Καθώς οι εκλογικές ατζέντες των δύο είναι φέτος κοντά η μία στην άλλη, η εκλογή του ευρωπαϊστή Μακρόν έχει δημιουργήσει μια δυναμική που δεν υπήρχε για χρόνια.
Ο ρυθμός της εμβάθυνσης, εκτιμούν πολιτικοί αναλυτές, θα είναι ακόμα πιο γρήγορος τώρα που «φυσάει αέρας στα πανιά» της Ευρώπης. Ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι, αυτοί που μόλις το 2016 μιλούσαν για διάλυση της Ευρώπης, αναγνωρίζουν ότι η Ε.Ε. περνάει μια από τις καλύτερές της εποχές. Και αυτό, γιατί οι μεγάλες κρίσεις που τη μάστιζαν τα τελευταία χρόνια αποτελούν παρελθόν, τουλάχιστον για την ώρα.
Ακόμα και η Ελλάδα προβλέπεται να έχει φέτος ανάπτυξη κοντά στο 2%. Η απειλή της πολιτικής αστάθειας και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού σε Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία, με τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, έχουν πλέον εξαφανιστεί, με την εξαίρεση της Ιταλίας, στην οποία ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να εκλεγεί το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα του Γκρίλο.
Το Brexit
Η τρίτη κρίση με την οποία έπρεπε να ασχοληθεί η Ε.Ε. ήταν η μεταναστευτική, που είχε φτάσει στο απόγειό της στο τέλος του 2015. Πλέον είναι διαχειρίσιμη, ιδιαιτέρως μετά τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας που μείωσε δραστικά τις μεταναστευτικές ροές.
Το Brexit δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα κανένα από τα κράτη-μέλη, εκτός της Ιρλανδίας. Συγχρόνως, η σκιά της εξόδου κρατάει για την ώρα ενωμένα τα κράτη-μέλη περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, ενώ τα εμπόδια που έβαζε το Ηνωμένο Βασίλειο σε οποιαδήποτε διαδικασία περισσότερης εμβάθυνσης πλέον δεν υπάρχουν.
Τέλος, η Ευρώπη έχει τώρα την ευκαιρία να καλύψει το κενό στην παγκόσμια ηγεσία, το οποίο έχει δημιουργήσει η εκλογή και η ρητορική του Αμερικανού προέδρου Τραμπ. Η Ε.Ε. έχει μετατραπεί στο βασικό λιμάνι σταθερότητας του πλανήτη, ενώ πλέον, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι ο ενήλικος που κλείνει εμπορικές συμμαχίες με τους ισχυρούς, όπως τις πρόσφατες με τον Καναδά και την Ιαπωνία.
Ομως ακριβώς επειδή η ψυχολογία της Ε.Ε. έχει ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα –μέσα σε έναν χρόνο, από την απόλυτη καταστροφή έφθασε να θεωρείται ο ισχυρός παγκόσμιος παράγοντας–, το χρονικό παράθυρο ευκαιρίας για πραγματικές αλλαγές είναι πολύ μικρό, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές.
Ενώ οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας έχουν εκφράσει την επιθυμία να εμβαθύνουν περισσότερο τις σχέσεις της Ε.Ε., ο τρόπος που έχει ο καθένας υπ’ όψιν του είναι μάλλον διαφορετικός. Η κ. Μέρκελ θέλει περισσότερο έλεγχο στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών, ενώ ο κ. Μακρόν τονίζει τη σημασία ενός προϋπολογισμού της Eυρωζώνης.
Και οι δύο όμως έχουν μιλήσει για την ανάγκη δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου, ενώ οι Γερμανοί είναι ανοικτοί στη θέσπιση «υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης», που θέλει ο κ. Μακρόν.
Επίσης, περισσότερη συνεργασία αναμένεται στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Το πώς θα προχωρήσει η σχέση της Γαλλίας με τη Γερμανία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον κυβερνητικό εταίρο της κ. Μέρκελ, ενώ η πίεση που θα μπορέσει να ασκήσει ο κ. Μακρόν στη Γερμανίδα καγκελάριο θα εξαρτηθεί από την επιτυχία που θα έχουν οι μεταρρυθμίσεις, κυρίως στον τομέα των εργασιακών, τις οποίες θα εφαρμόσει από τώρα μέχρι το τέλος του έτους στη Γαλλία.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές δεν θα έπρεπε να είναι τόσο τεχνικού χαρακτήρα, αλλά αυτές που θα νιώσει ο Ευρωπαίος πολίτης. Το σίγουρο είναι ότι κάθε φορά που Γαλλία και Γερμανία συμφωνούν να συμβιβαστούν, η εμβάθυνση της Ε.Ε. ακολουθεί.