πρέπει να ακολουθήσει η χώρα, ώστε να επιστρέψει στην κανονικότητα περιγράφει ο Γιάννης Στουρνάρας, εκφράζονται την άποψη ότι η Ελλάδα έχει ακόμα δρόμο να διανύσει για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθεια και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», υπό τον τίτλο «Το μέλλον της Ευρωζώνης και η Ελλάδα», ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει, μεταξύ άλλων:
«Τα τελευταία επτά χρόνια, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις που έγιναν και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) του 2009 εξαλείφθηκαν. Επιτεύχθηκε βελτίωση κατά 27% στην ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας και κατά 20% σε όρους τιμών, συγκεκριμένα σε όρους αποπληθωριστή ΑΕΠ.
Έχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση, ενώ το τραπεζικό σύστημα έχει μεν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης, παράλληλα όμως διαθέτει σχετικά υψηλές προβλέψεις και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας».
«Επιπλέον έχει διαμορφωθεί ισχυρή πολιτική συναίνεση υπέρ της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ, αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη.
Αυτά τα μέτρα αύξησαν την αξιοπιστία της Ελλάδας απέναντι στην ευρωζώνη, η οποία στην ουσία επιτεύχθηκε με τις σημαντικές θυσίες του ελληνικού λαού μετά το 2010. Οι θυσίες αυτές υποδηλώνουν ανάληψη ευθύνης έναντι των κινδύνων που ανέλαβε η ευρωζώνη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα μέσω του ΔΝΤ, με τα δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα», προσθέτει και συμπληρώνει:
«Ωστόσο, έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθεια και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Αυτό θα γίνει εάν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση τέτοια που να μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του, και οι τράπεζες να έχουν επαρκείς εξασφαλίσεις ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως από τον κανονικό μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (και όχι μόνο από τον έκτακτο - ELA)».
Στη συνέχεια, ο κ. Στουρνάρας κάνει λόγο για τρία βασικά βήματα στον δρόμο προς την επιστροφή στην κανονικότητα:
»Πρώτο, αλλά καταλυτικό, βήμα γι’ αυτό είναι η έγκαιρη περάτωση της τρίτης αξιολόγησης. Αυτό θα βελτιώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη και τη δυνατότητα βιώσιμης πρόσβασης στις αγορές. Το γεγονός μάλιστα ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά να γίνουν στους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, σημαίνει ότι η δυνατότητα αύξησης του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας σε μόνιμη βάση είναι σημαντική.
Αυτό που έχει επιτευχθεί τα προηγούμενα επτά χρόνια είναι μόνο η αρχή ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου που βασίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη και υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ακόμη μεγαλύτερη οικειοποίηση με τις ιδιωτικοποιήσεις. Με τις συνεργασίες δημόσιου - ιδιωτικού τομέα ακόμα και σε τομείς που μέχρι σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως το Ασφαλιστικό, η Υγεία, η Παιδεία.
»Αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και σε ορισμένα επαγγέλματα, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να μειωθεί το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών για τον καταναλωτή. Αξιολόγηση των δομών του δημόσιου τομέα. Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλη τη Δημόσια Διοίκηση.
Μέτρα για τη γρήγορη απονομή της Δικαιοσύνης. Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των θεσμών. Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένου να προωθηθεί η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
»Και, βεβαίως, απομένει να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
»Δεύτερο, υπάρχει το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, όπου, κατά τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup, οι εταίροι αναμένεται να αναλάβουν πρωτοβουλία, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεσητης μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8½ χρόνια τουλάχιστον.
»Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 (η συμφωνία προβλέπει ότι θα διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022) και μειωθούν στο 2,0% μετά.
Αυτές οι δύο προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, περισσότερο μάλιστα εάν ο δημοσιονομικός χώρος που απελευθερώνεται, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της φορολογίας στην εργασία και το κεφάλαιο. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος.
»Τα παραπάνω θα ανοίξουν τον δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει την διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη.
Αυτό θα θέσει σε κίνηση έναν νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, και, σε τελευταίο στάδιο, την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
»Τρίτο, υπάρχει το ζήτημα της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής στον μακροχρόνιο ορίζοντα, που θα εξασφαλίζει απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές, και αποφυγή επανάληψης των σφαλμάτων του παρελθόντος που οδήγησαν την Ελλάδα στο επίκεντρο της κρίσης της ευρωζώνης το 2010. Είναι σαφές ότι εδώ απαιτείται η δέσμευση όλων των πολιτικών κομμάτων που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος τον Ιούλιο του 2012, όταν εμφανίστηκαν φυγόκεντρες δυνάμεις που σχετίζονταν με την ελληνική κρίση και απείλησαν την ευρωζώνη, είπε στο Λονδίνο την ιστορική φράση «θα κάνει η ΕΚΤ ό,τι απαιτείται (whatever it takes)», έδωσε το καλό παράδειγμα που ενδεχομένως οι αρχηγοί των ελληνικών πολιτικών κομμάτων χρειαστεί να μιμηθούν εάν και εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο».