Φρένο στην πρόταση ...
του ΔΝΤ για νέο στρες τεστ στις ελληνικές τράπεζες και επαναξιολόγηση των στοιχείων του ενεργητικού τους (asset quality review) έβαλε η ΕΚΤ ως η μόνη αρμόδια εποπτική αρχή να αποφασίσει τέτοια θέματα. Εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας δήλωσε ότι «η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες.
Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διαφόρων ελληνικών τραπεζών. Εάν και όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά», κατέληξε ο εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας.
Η απάντηση της ΕΚΤ έρχεται σε συνέχεια των εκτιμήσεων του Ταμείου για πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι οποίες μάλιστα θα πρέπει να προσδιοριστούν πριν από το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Στην έκθεσή του το ΔΝΤ επισημαίνει ότι τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν οι ελληνικές τράπεζες και η αδύναμη ποιότητα των κεφαλαίων τους, αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, καθώς τα 10 δισ. ευρώ που είναι το «μαξιλάρι» του προγράμματος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μπορεί να μην αποδειχθούν επαρκή.
Για τον λόγο αυτό προτείνει τη διενέργεια πριν από το τέλος του προγράμματος την άσκηση αξιολόγησης των στοιχείων του ενεργητικού τους, προκειμένου να προσδιοριστούν έγκαιρα οι επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τυχόν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, ενισχύοντας το νομικό πλαίσιο για αναδιαρθρώσεις, σημειώνει το Ταμείο. Ωστόσο, η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η ανάκτηση της πιστωτικής επέκτασης μπορούν να απαιτήσουν σημαντικό χρόνο.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι η στρατηγική των τραπεζών βασίζεται σε εξαιρετικά αισιόδοξες εκτιμήσεις σε σχέση με την ικανότητά τους να ξεπεράσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο θεωρεί κρίσιμο για τις εποπτικές αρχές να ενισχύσουν τα εποπτικά μέτρα και να παράσχουν κίνητρα για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Αντίστοιχα θα πρέπει να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση των στοιχείων του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να διασφαλίσουν πριν από τη λήξη του προγράμματος ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες.
Τέτοιες ενέργειες είναι επίσης το κλειδί για να υποστηρίξουν τη χαλάρωση των capital controls, γρήγορα αλλά και προσεκτικά μέχρι το τέλος του προγράμματος, προστατεύοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.