Με εξαιρετικά αργά και ...
δύσκολα βήματα κινείται η διαδικασία για την αναμόρφωση του κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙΙ, που έχει στόχο την εγκαθίδρυση ενιαίου για όλα τα κράτη-μέλη συστήματος ασύλου.
Ελλάδα και Ιταλία προσβλέπουν σε ένα δικαιότερο «Δουβλίνο», καθώς, σύμφωνα με τον υφιστάμενο κανονισμό, είναι υποχρεωμένες –ως πρώτες χώρες εισόδου– να εξετάζουν ουσιαστικά όλα τα αιτήματα ασύλου που κατατίθενται στην Ε.Ε. Ωστόσο, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αποφεύγουν ακόμη και τον όρο «πρόσφυγας», κάνοντας λόγο μόνο για «παράνομους μετανάστες», οι οποίοι είναι ανεπιθύμητοι.
Οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό σύστημα εξέτασης και απόδοσης ασύλου είναι εξαιρετικά κρίσιμες και αναγκαίες υπό το πρίσμα της νέας πραγματικότητας που έχει αναδειχθεί τα δύο τελευταία χρόνια της προσφυγικής κρίσης.
Όπως τόνισε ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο πλαίσιο σεμιναρίου για το προσφυγικό στις Βρυξέλλες, «η προσφυγική κρίση των τελευταίων δύο ετών κατέδειξε ότι, στην παρούσα μορφή του, το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου έχει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες.
Χρειαζόμαστε ένα ανθεκτικό σύστημα χορήγησης ασύλου που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δίκαιη κατανομή των ευθυνών. Ενα βιώσιμο και ολοκληρωμένο σύστημα, όπου καμία χώρα δεν θα αφήνεται μόνη της να αντιμετωπίζει τις μελλοντικές προκλήσεις».
Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές προς την Ευρωπαϊκή Ενωση όχι μόνο δεν μπορούν να θεωρηθούν «μια κρίση που πέρασε», αλλά εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν. Ενδεικτικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, 1.500.000 άνθρωποι από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τη χώρα τους το επόμενο χρονικό διάστημα και να αναζητήσουν καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη.
Όμως οι διαπραγματεύσεις για την αλλαγή του κανονισμού του Δουβλίνου που ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο, με την κατάθεση της σχετικής πρότασης από την πλευρά της Επιτροπής, δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο. Ειδικά μετά την άρνηση των χωρών του Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία) να δεχθούν αιτούντες άσυλο στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος μετεγκατάστασης που αντανακλά και τη γενικότερη στάση τους στο θέμα.
Σύμφωνα με πληροφορίες μάλιστα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναμένεται τις επόμενες ημέρες να επισκεφθεί την Τσεχία προκειμένου να συζητήσει και το θέμα της μετεγκατάστασης προσφύγων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει για την αναμόρφωση του κανονισμού του Δουβλίνου, έχει καταλήξει στις προτάσεις του. Συγκεκριμένα, προτείνει την ενεργοποίηση ενός συστήματος αυτόματης μετεγκατάστασης των αιτούντων άσυλο σε άλλο κράτος-μέλος όταν μια χώρα φθάσει το 100% των αιτήσεων που μπορεί να υποδεχθεί. Το αντίστοιχο ποσοστό στην πρόταση της Επιτροπής είναι 150%.
Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με το Ευρωκοινοβούλιο, ο αιτών άσυλο θα πρέπει να μετακινείται αυτόματα στη χώρα όπου έχει συγγενείς, στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης. Γενικά, αν και οι αιτούντες δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν χώρα μετάβασης, ωστόσο θα πρέπει να μπορούν να εκφράζουν προτίμηση με βάση τις δεξιότητες τους (π.χ. γνώση της γλώσσας).
Ανάμεσα στα άλλα, πάντως, το Ευρωκοινοβούλιο προτείνει πενταετή περίοδο προσαρμογής για τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν εμπειρία και υποδομές ώστε να προετοιμαστούν για την υποδοχή αιτούντων άσυλο.
Η εισηγήτρια ευρωβουλευτής Cecilia Wikström από τη Σουηδία, τη χώρα όπου πολλοί πρόσφυγες επιθυμούν να φιλοξενηθούν λόγω των παροχών που προσφέρει, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «σε αυτό τον τομέα πολιτικής τα κράτη-μέλη θεωρούν ότι πρόκειται για μπουφέ που μπορείς να παίρνεις ό,τι θέλεις».
Προσέθεσε πάντως ότι «οι χώρες του Βίσεγκραντ δεν μπορούν να μπλοκάρουν μια απόφαση». Οχι τουλάχιστον σε νομοθετικό επίπεδο, γιατί στην πράξη όλα δείχνουν ότι μπορούν να μην τηρήσουν τα συμφωνηθέντα.