Η Αγία Σοφία πριν από 170 χρόνια

Έχει διατυπωθεί πολλές ...

φορές. Χωρίς τους αδελφούς Γκασπάρε και Τζιουζέπε Φοσάτι (Gaspare και Giuseppe Fossati) η Αγία Σοφία δεν θα είχε παραμείνει το αρχιτεκτονικό αριστούργημα που γνωρίζουμε σήμερα. 
Οι Ιταλοελβετοί αρχιτέκτονες έσωσαν στην κυριολεξία από την κατάρρευση το μεγαλειώδες σύμβολο της βυζαντινής ναοδομίας. Την ιστορική αυτή καμπή φωτίζουν οι έγχρωμες λιθογραφίες του Γκασπάρε Φοσάτι που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό της Θεσσαλονίκης. 
Απεικονίζουν τον ναό της Αγίας Σοφίας στην Πόλη, την εσωτερική αρχιτεκτονική του σύνθεση, τον περιβάλλοντα χώρο, με πανοραμικές λήψεις της Πόλης, όπως ήταν πριν από 170 χρόνια, αμέσως μετά τη ριζική ανακαίνισή του. Τα μοναδικά λιθογραφικά έργα τέχνης φιλοτεχνήθηκαν στο Λονδίνο το 1852 με βάση τα σχέδια του Γκασπάρε Φοσάτι κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης (1847-1849).
Επί 43 χρόνια ήταν «θαμμένες» στα ράφια της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 22 από τις 25 λιθογραφίες του Φοσάτι, ανάμεσα σε περίπου 3.500 έργα τέχνης και άλλους θησαυρούς του Ελληνισμού που διέσωσε ο ομογενής Αιγύπτιος Ιωάννης Τρικόγλου. 
Ανασύρθηκαν πρόσφατα για την έκθεση «Η Αγία Σοφία των αδελφών Fossati, μέσα από την Τρικόγλειο βιβλιοθήκη του ΑΠΘ» στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης για να μας αποκαλύψουν λεπτομέρειες του μνημείου, τη θέση του στη χερσόνησο αλλά και την ουσιαστική συνδρομή των αδελφών Φοσάτι που κέρδισαν την εμπιστοσύνη του νεαρού σουλτάνου Αβδουλμετζίτ για να τους αναθέσει την αποκατάσταση της Αγίας Σοφίας υπερνικώντας αντιδράσεις κύκλων της οθωμανικής κοινωνίας.
Πνεύμα εκσυγχρονισμού
«Δεν ήταν μόνο τα δείγματα της δουλειάς του Γκασπάρε Φοσάτι (Μέγαρο της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη) που επηρέασαν τον σουλτάνο, εξηγεί στην «Κ» ο αρχαιολόγος του ΜΒΠΘ, δρ Αναστάσιος Σινάκος. «Ηταν το πνεύμα εκσυγχρονισμού και οι ανοιχτοί του ορίζοντές του (Χάρτα του Γκιουλχανέ, ίδρυση πανεπιστημίου, μετατροπή της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης στο πρώτο αρχαιολογικό μουσείο κ.ά.). 
Η υπόθεση ήταν εξαιρετικά επείγουσα. Το βασικό τέμενος της αυτοκρατορίας (1453-1934) βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Η τελευταία μεγάλη επισκευή του οικοδομήματος είχε γίνει πριν από τουλάχιστον 250 χρόνια από τον περίφημο αρχιτέκτονα Σινάν. Οι φθορές ήταν μεγάλες και εμφανείς. Το 1833, από μια κακοκαιρία κατέρρευσε ο πλευρικός τρούλος, χωρίς κανείς ποτέ να ασχοληθεί με την αποκατάστασή του».
Στον πρόλογο του λευκώματος του Φοσάτι (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Γνώση»), διαβάζουμε: «Οι κατεστραμμένοι θόλοι αφήνουν τη βροχή, τον άνεμο και το χιόνι να μπαίνουν στο κτίσμα». Οι διαδοχικοί σεισμοί είχαν προκαλέσει μια επικίνδυνη κλίση των πλευρικών τοίχων. Οσο για το εσωτερικό, το μόνο που μπορούσε να πει κανείς είναι ότι «έμοιαζε περισσότερο με αχούρι».
Το σχέδιο της αποκατάστασης που υπέβαλαν για έγκριση οι αδελφοί Φοσάτι, περιελάμβανε στήριξη του σκελετού εσωτερικά, κατεδάφιση περιττών πρόσθετων κτισμάτων για να αναδειχθεί η αρχική πρόσοψη του ναού, καθαρισμό και ανακαίνιση των εσωτερικών χώρων, με κύρια προτεραιότητα την αφαίρεση του παλιού σοβά και επιπλέον τη διακόσμηση και επίπλωση του λειτουργικού χώρου. 
Η χρηματοδότηση του έργου προερχόταν κατά βάση από την κληρονομία του Σεΐχ ουλ Ισλάμ, πνευματικού ηγέτη που είχε πεθάνει άτεκνος. Παρά τη ρητή βούληση της υψίστης Αρχής, έπρεπε να υπερνικηθούν οι αντιδράσεις από κύκλους και συντηρητικούς ιμάμηδες που είχαν εκδηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στο έργο. Στήριξη στους Φοσάτι παρείχε ο Ρετζίτ πασά.
Οι εργασίες άρχισαν τον Μάιο του 1847 όταν οι αντιδρώντες απομακρύνθηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Η Υψηλή Πύλη φρόντισε να τους στείλει για προσκύνημα στη Μέκκα. «Οι Ιταλοελβετοί αρχιτέκτονες με δικό τους συνεργείο είχαν να αντιμετωπίσουν ένα δύσκολο έργο στο μοναδικό στη σύλληψη και εκτέλεση από τους προικισμένους Μικρασιάτες αρχιτέκτονες και μαθηματικούς Ανθέμιο και Ισίδωρο, ναό όχι μόνο ως προς το μέγεθός του αλλά ως προς τη συμβολική και αισθητική του σύνθεση».
Οι Φοσάτι κατάφεραν να αναδείξουν το μεγαλείο του κεντρικού τρούλου. Αναστήλωσαν ένα ημιθόλιο που είχε σχεδόν καταρρεύσει, προχώρησαν σε πολλές τεχνικές αναστηλωτικές εργασίες, αντιμετώπισαν τη στατικότητα του μνημείου και αποκάλυψαν τα επιχρισμένα ψηφιδωτά που είχαν επικαλυφθεί το 1717. 
Τα συντήρησαν, τα κατέγραψαν και τα σχεδίασαν. Ο ίδιος ο Αβδουλμετζίτ, ο οποίος θαύμαζε το μνημείο, γοητευμένος από τον ψηφιδωτό διάκοσμο, είχε αποφασίσει να διατηρήσει ορατές δύο από τις συνθέσεις του. Οι σύμβουλοί του όμως κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Τα κάλυψαν και πάλι με επίχρισμα, καθώς η ισλαμική θρησκεία δεν επιτρέπει την απεικόνιση προσώπων, και αποκαλύφθηκαν τελικά τον 20ό αιώνα από το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο.
Τα σχέδια
Ο Γκασπάρε Φοσάτι πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της διετούς αποκατάστασης σχεδίασε με μολύβι το μνημείο. Είκοσι πέντε από τα σχέδιά του μετατράπηκαν σε λιθογραφίες στο Λονδίνο. Το λεύκωμα με εισαγωγικό σημείωμα και περιγραφές των εικόνων, που εκδόθηκε το 1852, φέρει την καλλιτεχνική σφραγίδα του Αβδουλμετζίτ. 
Στις έγχρωμες εικόνες εντυπωσιάζει το απαλό φυσικό φως που εισχωρεί από το πλήθος των παραθύρων, διαχέεται στον κεντρικό ενιαίο χώρο ο οποίος με τις αρχιτεκτονικές του διαρρυθμίσεις σχεδόν εξαϋλώνεται. Ο Γκασπάρε τονίζει τον ενιαίο κεντρικό εσωτερικό χώρο, όψεις του εσωτερικού από το βόρειο πλευρικό κλίτος και των υπερώων (γυναικωνίτη), λεπτομέρειες αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές, τις αραβικές επιγραφές, τους κρεμαστούς πολυελαίους, το καινούργιο θεωρείο-λότζα του σουλτάνου που κατασκευάστηκε κατά την ανακαίνιση.
Πολύτιμες είναι οι πληροφορίες που μας δίνουν οι λιθογραφίες και από τις εξωτερικές όψεις του μνημείου, τα μαυσωλεία των σουλτάνων Σελί Β΄, Μουράτ Γ΄ και Μωάμεθ Γ΄ του 16ου-17ου αιώνα που επέλεξαν να ταφούν στον περίβολο. Προσφέρουν ταυτόχρονα ένα ασυνήθιστο πανόραμα της Κωνσταντινούπολης, τη θέα από τον επάνω εξώστη του βορειοδυτικού μιναρέ από όπου διακρίνονται οι Κεράτιος Κόλπος με τις δύο γέφυρες, ο πύργος του Γαλατά, η θάλασσα του Μαρμαρά και το παλάτι του σουλτάνου, το τείχος που το περιβάλλει, οι τρούλοι της Αγίας Ειρήνης, η Χαλκηδόνα με τον μεγάλο στρατώνα και το στρατιωτικό νοσοκομείο όπου η Φλόρενς Ναϊτινγκέολ περιέθαλψε τραυματίες του Κριμαϊκού πολέμου.
«Με την κληρονομία των Φοσάτι, που έχουμε στα χέρια μας χάρη στη δωρεά Τρικόγλου, η Θεσσαλονίκη διαθέτει ένα ντοκουμέντο μεγάλης αξίας για το σπουδαίο μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», επισημαίνει η διευθύντρια του ΜΒΠΘ κ. Νίκη Τσιλιπάκου.
Η «Αγία Σοφία των Φοσάτι» που βγαίνει από την «Τρικόγλειο Βιβλιοθήκη» με αφορμή τον εορτασμό για τη συμπλήρωση των 90+ χρόνων λειτουργίας (1927-2017) της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης του ΑΠΘ πλαισιώνεται από τρεις χάρτες της Κωνσταντινούπολης (15ου, 16ου και 18ου αιώνα) και σύγχρονο φωτογραφικό υλικό της Αγίας Σοφίας από το ψηφιακό Αρχείο Ελληνικού Πολιτισμού του Θ. Κορρέ (ΑΠΘ).
​​Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 15 Ιουνίου, στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων «Ευτυχία Κουρκουτίδου - Νικολαΐδου». Θα διαρκέσει έως τις 15 Οκτωβρίου.
Έντυπη