Του Γιώργου Κουτρουμάνη πρώην Υπουργού Εργασίας
Πολλοί αναρωτιούνται πώς ...
φθάσαμε σε νέες μεγάλες ανατροπές στο ασφαλιστικό, μέσα από το τρίτο αλλά και το νέο, ουσιαστικά 4ο μνημόνιο. Είναι γνωστό ότι στις διαπραγματεύσεις του 2014 η διαφορά σε ό,τι αφορά τις συνταξιοδοτικές δαπάνες που χώριζε τις δύο πλευρές ήταν λιγότερο από τα 400 εκατ. ευρώ, αφού είχαν προηγηθεί μεγάλες περικοπές και μια ακόμη μεγαλύτερη περιστολή δαπανών.
Πώς φθάσαμε λοιπόν σήμερα, σε ένα λογαριασμό που ξεπερνάει τα 6 δισ. ευρώ ετησίως, εάν συνυπολογιστούν στα μέτρα που ήδη έχουν εφαρμοστεί από το καλοκαίρι του 2015 ( ΕΚΑΣ, επικουρικές, αύξηση εισφορών για περίθαλψη, νέος τρόπος υπολογισμού των κύριων συντάξεων, μείωση κατωτάτων ορίων κ.λπ.) και οι περικοπές οι οποίες ψηφίστηκαν στη Βουλή και προβλέπεται να εφαρμοστούν από 1/1/2019; Πώς, ενώ φαινόταν το 2014, ότι οι μεγάλες περικοπές στις συντάξεις είχαν ολοκληρωθεί και έμεναν ακόμη συμπληρωματικού χαρακτήρα περικοπές, άνοιξε ξανά ο κύκλος των μεγάλων ανατροπών;
Πόσο βάσιμες είναι οι αιτιάσεις των σημερινών κυβερνώντων ότι υποχρεώνονται να πάρουν αυτά τα μέτρα, γιατί οι προηγούμενοι δεν έκαναν τίποτα;
Και για να αρχίσουμε από το τελευταίο ερώτημα, εάν οι προηγούμενοι δεν είχαν κάνει τίποτα, όπως λένε και κυρίως την περίοδο 2010-2012, οι σημερινοί θα είχαν βρει χρεοκοπημένα τα ταμεία και σε πλήρη αδυναμία να καταβάλουν τις συντάξεις και τις άλλες παροχές. Εάν δεν είχε γίνει η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, το ενιαίο κέντρο πιστοποίησης αναπηρίας το γνωστό ΚΕΠΑ, ο ΕΟΠΠΥ, η απογραφή όλων των συνταξιούχων και το ενιαίο κέντρο ελέγχου πληρωμών, το γνωστό και ως πρόγραμμα «ΗΛΙΟΣ» για να αποκαλυφθούν και να εξαφανιστούν οι «μαϊμού» συντάξεις και άλλες πολλές διαρθρωτικές αλλαγές, με τις οποίες υπήρξε περιστολή δαπανών 6 περίπου δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, θα είχαμε όντως φθάσει σε συντάξεις των... 360 ευρώ.
Εκτός κι αν εννοούν ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις ευθύνονται γιατί δεν έκαναν τόσο μεγάλες και «επαρκείς» περικοπές, όσες γίνονται σήμερα, δεν ανέτρεψαν τόσο βίαια τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, όπως έγινε τον Αύγουστο του 2015, δεν κατάργησαν τα κατώτατα όρια στις συντάξεις, τις συντάξεις χηρείας κ.ο.κ.
Για να πάμε όμως στα πρώτα ερωτήματα, δύο είναι οι βασικές αιτίες για τη δυσμενή εξέλιξη την οποία βιώνουμε την τελευταία περίοδο. Η πρώτη και βασική αιτία είναι οι συνέπειες των πολιτικών εξελίξεων, ουσιαστικά από τον Οκτώβριο του 2014, όταν φάνηκε ότι η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο.
Ό,τι ακολούθησε από εκεί και μετά, είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση από όλες τις μακροοικονομικές προβλέψεις για την πραγματική οικονομία και την πορεία της Αφού λοιπόν ξεκίνησε μια νέα περίοδος αβεβαιότητας, αφού μπήκαμε ξανά στην ύφεση, αφού οι προβλέψεις για αποκλιμάκωση της ανεργίας διαψεύστηκαν, δημιουργήθηκαν νέα αρνητικά δεδομένα και για την οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων. Επόμενο λοιπόν ήταν μέσα από τα νέα δεδομένα να απαιτηθούν νέες προσαρμογές στο ασφαλιστικό.
Οι νέες αυτές προσαρμογές, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης, θα μπορούσαν να είναι ηπιότερες και λιγότερο επώδυνες από αυτές τελικά που εφαρμόζονται, εάν δεν συνυπήρχε σε αυτή την πορεία μια δεύτερη βασική αιτία που οδήγησε στο σημερινό βαρύ λογαριασμό.
Η δεύτερη λοιπόν βασική αιτία, είναι οι χειρισμοί που έγιναν, ειδικότερα στο ασφαλιστικό, από τις αρχές του 2015. Η κυβέρνηση, κυρίως την πρώτη περίοδο, συνέχισε την πολιτική και τη ρητορική που είχε χαράξει ως αντιπολίτευση. Είχαν καταγγείλει μετά βδελυγμίας, το νόμο 3863 του 2010 ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά τους τότε, οδηγούσε σε συντάξεις των 360 ευρώ, τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις, τις 12 μειώσεις στις συντάξεις που είχαν προηγηθεί κ.λπ. Είχαν δεσμευτεί για 13η σύνταξη και σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών που είχαν υποστεί οι συνταξιούχοι.
Εκεί λοιπόν που υπήρχε ένα συμφωνημένο με τους εταίρους ασφαλιστικό πλαίσιο νομοθετημένο και το οποίο προέκυψε μετά από πολύ σκληρές πράγματι διαπραγματεύσεις, εκεί που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επαινούσαν την Ελλάδα για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, εκεί που είχαμε καταφέρει να αποτρέψουμε ακραίες απαιτήσεις που είχαν τεθεί από την τρόικα από το 2010, ανοίγει ουσιαστικά από μηδενική βάση το ασφαλιστικό το καλοκαίρι του 2015 και ακολουθούν όλα αυτά που βιώνουμε από τότε και μέχρι σήμερα.
Η αμφισβήτηση του όλου εγχειρήματος είχε προέλθει από δύο πλευρές και για διαφορετικούς λόγους.
Η μία πλευρά ήταν εκείνη που διαπνέεται από νεοφιλελεύθερες ιδέες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη συνολικά, η οποία ήθελε πολύ μεγαλύτερες ανατροπές στο ασφαλιστικό.
Η άλλη πλευρά ήταν εκείνη που δημαγωγούσε, αγνοώντας το πρόβλημα και μοιράζοντας παράλληλα υποσχέσεις.
Έτσι λοιπόν οι δύο πλευρές συναντήθηκαν με κοινό τόπο την αμφισβήτηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με τις όποιες βελτιώσεις και προσαρμογές απαιτούντο, λόγω των νέων συνθηκών.
Η αποδόμηση λοιπόν της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και κυρίως του νόμου 3863/2010, έφερε ξανά στη διαπραγμάτευση πολλά κρίσιμα θέματα με μεγαλύτερες απαιτήσεις από την πλευρά των δανειστών. Ειδικότερα με το νέο ασφαλιστικό πλαίσιο 2015-2017 νομοθετήθηκε επιπλέον ό,τι είχε αποτραπεί τα προηγούμενα χρόνια.
Η κατάργηση του ΕΚΑΣ, των συντάξεων χηρείας για μεγάλο αριθμό επιζώντων συζύγων, η σημαντική μείωση 20% κατά μέσο όρο των συντάξεων παλαιών και νέων συνταξιούχων, χωρίς να εξαιρούνται ούτε τα άτομα με αναπηρία, η μείωση των επικουρικών συντάξεων μέχρι 50% κ.λπ. Έτσι λοιπόν φθάσαμε στις νέες μεγάλες ανατροπές, τις μεγαλύτερες και τις πιο ακραίες από το 2010 και μετά και το ζητούμενο είναι να μάθουμε από τα παθήματά μας, μήπως τουλάχιστον σταματήσουμε εδώ και αποφύγουμε νέες περικοπές.