Η Λαγκάρντ στέλνει μήνυμα: Πάρτε μέτρα, είστε στα μισά του δρόμου για το χρέος


«Βρισκόμαστε στα ...
μισά της διαδρομής σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις με την Ελλάδα», ανέφερε η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, σημειώνοντας ότι το ΔΝΤ  επεξεργάζεται ακόμη αν θα πρέπει να συμμετάσχει στον δανεισμό της.
Εξάλλου, η κ. Λαγκάρντ, επανέλαβε την άποψη του Ταμείου ότι είναι αναγκαία η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, επισημαίνοντας πάντως πως οι σχετικές λεπτομέρειες θα πρέπει να ρυθμιστούν προκαταβολικά.
Μιλώντας πριν από τις συνόδους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που θα πραγματοποιηθούν την επόμενη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, η Λαγκάρντ τόνισε ότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας αποκτά δυναμική, αλλά θα μπορούσε να περιορισθεί από τη «δαμόκλειο σπάθη του προστατευτισμού» που απειλεί σήμερα το παγκόσμιο εμπόριο. 
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η κ. Λαγκάρντ υποστήριξε ότι το Ταμείο δεν ζητά περισσότερη λιτότητα από την Ελλάδα, αλλά ζητά να εφαρμοσθούν τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συνομολογηθεί από το 2016.
Κάλεσε τις χώρες να ενισχύσουν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική για το ελεύθερο εμπόριο, συνεργαζόμενες πολυμερώς για την επίλυση εμπορικών ζητημάτων, όπως ο περιορισμός των υπερβολικών εξωτερικών ανισορροπιών. Στη γραπτή ομιλία της δεν αναφέρθηκε ειδικά στην εμπορική ατζέντα "πρώτα η Αμερική» του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό των εισαγωγών στη χώρα. Σημείωσε, όμως, ότι ο περιορισμός του εμπορίου θα είναι ένας «αυτοτραυματισμός» που θα αποδιαρθρώσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και θα αυξήσει τις τιμές των ενδιάμεσων και καταναλωτικών προϊόντων, πλήττοντας περισσότερο τους φτωχούς.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, είπε η Λαγκάρντ, η παγκόσμια οικονομία «είναι ανέμελη», με το Ταμείο να ετοιμάζεται να ανακοινώσει στις 18 Απριλίου τις νέες εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη. «Τα καλά νέα είναι ότι, μετά από έξι χρόνια απογοητευτικής ανάπτυξης, η παγκόσμια οικονομία αποκτά δυναμική, καθώς μία κυκλική ανάκαμψη διατηρεί την προοπτική για περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και μεγαλύτερη ευημερία στο μέλλον». 
Οι προοπτικές, πρόσθεσε, είναι καλύτερες για τις αναπτυγμένες οικονομίες, όπου η μεταποιητική δραστηριότητα είναι ισχυρότερη, καθώς και για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες θα συνεισφέρουν περισσότερο από τα τρία τέταρτα της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ φέτος. Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών έχουν βοηθήσει πολλούς εξαγωγείς πρώτων υλών, αλλά τα έσοδά τους θα παραμείνουν χαμηλότερα σε σχέση με τα χρόνια της μεγάλης ανόδου.
«Ταυτόχρονα», συνέχισε η Λαγκάρντ, «υπάρχουν σαφείς καθοδικοί κίνδυνοι: η πολιτική αβεβαιότητα, περιλαμβανομένης αυτής στην Ευρώπη, η δαμόκλειος σπάθη του προστατευτισμού που επικρέμαται πάνω από το παγκόσμιο εμπόριο και οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άτακτες εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες». 
Επανέλαβε την έκκλησή της να χρησιμοποιούν οι χώρες τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική για να ενισχύσουν τη ζήτηση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να κάνουν τις οικονομίες πιο αποδοτικές.
Εξέφρασε, επίσης, ανησυχία για τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και ζήτησε περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα. Η επικεφαλής του ΔΝΤ είπε ότι το εμπόριο προωθεί την αποδοτικότητα και την καινοτομία, επικαλούμενη μία έρευνα του Ταμείου που πρόκειται να δημοσιευθεί και η οποία εκτιμά ότι το 10% της συνολικής αύξησης της παραγωγικότητας στις αναπτυγμένες οικονομίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οφείλεται στην ενσωμάτωση της Κίνας στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. 
Οι κυβερνήσεις πρέπει, επίσης, να βρουν καλύτερους τρόπους για να βοηθούν τους εργαζόμενους που χάνουν τις θέσεις εργασίας τους λόγω της τεχνολογίας και του εμπορίου, σημείωσε η Λαγκάρντ. «Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Γνωρίζουμε, όμως, ότι η μεγαλύτερη έμφαση στην επανεκπαίδευση και την επαγγελματική εκπαίδευση, στη βοήθεια αναζήτησης εργασίας και στη στήριξη για μετεγκατάσταση μπορεί να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από την αναστάτωση της αγοράς εργασίας».