Δραματικά είναι τα ...
στοιχεία για την πραγματική ανεργία στην Ελλάδα η οποία βρίσκεται στο κατώφλι του 30% και παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει για μείωσή της.
Η έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτική για το μέγεθος του προβλήματος, μια ανοικτή πληγή που δεν μπορεί να κλείσει.
Στην ετήσια οικονομική έκθεση αναφέρεται ότι η πραγματική οικονομία βρίσκεται στο 29,6% και οι αναλυτές χτυπούν καμπανάκι κινδύνου για τη συνέχιση της λιτότητας. «Η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία: Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία την ίδια ώρα, συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.
Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%), αλλά και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες.
Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.
Σε σχέση με το επίπεδο του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα παρατηρούμε την εξής κατανομή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών και του ποσοστού των μισθωτών, που αμείβονται αντίστοιχα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ). Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Μικρή η πιθανότητα εξόδου στις αγορές
Κατά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.
Αυτό οφείλεται, όπως αναλύει, στο γεγονός ότι η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
«Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα διευκόλυνε την έξοδο της χώρας στις αγορές, δεν θα είχε όμως προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας» προσθέτει επίσης.
Κατά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.
Αυτό οφείλεται, όπως αναλύει, στο γεγονός ότι η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
«Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα διευκόλυνε την έξοδο της χώρας στις αγορές, δεν θα είχε όμως προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας» προσθέτει επίσης.