Το μεγάλο δίλημμα: Σκληρά μέτρα αλλιώς... εκλογές


Αντιμέτωπη με έναν ...

εφιάλτη που έρχεται από το 2015, βρίσκεται η κυβέρνηση. Να δεχθεί δηλαδή σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που απαιτεί το ΔΝΤ και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε ή να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό. 
Ένα σενάριο που βεβαίως θα οδηγήσει στις περσινές συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, έλλειψης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, νέων αναταράξεων στο βαλλόμενο τραπεζικό σύστημα.
Τις τελευταίες ημέρες παίζεται ένα πολύ σκληρό μπρα ντε φερ με μηνύματα που στέλνουν οι δύο πλευρές αλλά και με προσπάθειες να γεφυρωθεί το χάσμα, αν και κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή καθίσταται δύσκολο.
Όπως έγινε γνωστό, χθες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας σε κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθάρισε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχθεί άλλα μέτρα μετά το 2018. Κατηγορηματικό «όχι» σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο λένε και όλοι οι βουλευτές που μιλούν τις τελευταίες ημέρες, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι «υπάρχουν και οι συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων», κι ότι τα πάντα είναι ανοικτά.
Από την άλλη οι δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αισιοδοξία ότι θα αλλάξει το στόχος που έχουν θέσει οι Γερμανοί για πλεόνασμα 3,5% και μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος, ίσως και για μια δεκαετία. 
Αυτός ο στόχος αυτόματα ανεβάζει τον πήχη των μέτρων στα 4,5 δις ευρώ ετησίως, κάτι που θα σημάνει την ενεργοποίηση του κόφτη με περικοπές μισθών στο Δημόσιο αλλά και απολύσεις, με μειώσεις συντάξεων λόγω κατάργησης της προσωπικής διαφοράς, που θα φτάσουν έως και το 30% για 2 εκατομμύρια κύριες, παλαιές συντάξεις, με νέους φόρους λόγω κατάργησης ή μείωσης στις 5.000 ευρώ του αφορολόγητου ορίου. Αυτό θα σημάνει αυτόματα πάνω από 800 ευρώ επιπλέον φόρους για την συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων.
Φόρος στις συναλλαγές;
Υπάρχουν, όμως, κι άλλα εφιαλτικά σενάρια, όπως η επιβολή φόρου σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές ή μόνο στις αναλήψεις μετρητών με πρόσχημα την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Μην ξεχνάμε ότι οι Θεσμοί εκτιμούν ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό 0,3%- 0,4% του ΑΕΠ για το 2018 (δηλαδή 700 εκατομμυρίων ευρώ περίπου) που πρέπει να καλυφθεί. Πρόσφατα ο Γ. Χουλιαράκης αποκάλυψε ότι το ΔΝΤ λέει ότι αν δε μειωθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% σε 1,5% θα χρειαστεί να βρεθούν από αλλού αυτά τα χρήματα που αντιστοιχούν στο 2% του ΑΕΠ.
Και αυτά είναι μόνο τα δημοσιονομικά μέτρα καθώς στον αέρα βρίσκονται τα εργασιακά καθώς υπάρχουν μεγάλες διαφορές για τις επώδυνες αλλαγές που ζητούν οι δανειστές σε κατώτατο μισθό, ομαδικές απολύσεις κ.λπ.
Όλα αυτά στη σκιά μιας σοβούσας ρήξης της Αθήνας με το ΔΝΤ και τον Β. Σόιμπλε ο οποίος ανοίγει ξανά το θέμα του Grexit. Στην πρόσφατη δήλωσή του έχει πει: «Η αποστολή να φέρουμε την Ελλάδα σε μια βιώσιμη, ανταγωνιστική πορεία, υπό τον όρο της συμμετοχής στη νομισματική ένωση, είναι –το παραδέχομαι– μακράς διαρκείας και πολιτικά φιλόδοξη», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε. 
Και πρόσθεσε ότι «όσο όμως οι υπεύθυνοι στην Ελλάδα το επιθυμούν, γιατί συζητήσαμε και εναλλακτικές προτάσεις, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει», υπενθυμίζοντας εμμέσως ότι τόσο το 2012 όσο και το 2015 είχε προτείνει την έξοδο της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ.
Τι θα κάνει η κυβέρνηση
Ο Αλέξης Τσίπρας αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης και θα έχει σειρά επαφών μ’ αυτό το σκεπτικό. Ωστόσο, αν και φέρεται διατεθειμένος να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, θεωρεί ότι είναι αδύνατον να περάσουν από τη Βουλή αλλά και από την κοινωνία προληπτικά μέτρα τέτοιου μεγέθους τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το 2018 και θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε ένα διαρκές μνημόνιο. 
Στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι αν δεν γίνει δεκτό το αίτημά τους, μαζί με την ελάφρυνση χρέους να υπάρξει και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τότε δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι παρά η προσφυγή στη βούληση του ελληνικού λαού.
Οι όποιες αποφάσεις, πάντως, φαίνεται να μετατίθενται για μετά τις γιορτές καθώς η αξιολόγηση δεν θα κλείσει όπως όλα δείχνουν άμεσα, παρ’ ότι σε λίγες ημέρες επιστρέφει η τρόικα. Τον Ιανουάριο ενδεχομένως, και αφού πρώτα ο κ. Τσίπρας μετρήσει τις απαιτήσεις των δανειστών από τη μια και τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας από την άλλη, να πάρει τις αποφάσεις του.