Ο φόβος ότι ο ...
συμβιβασμός στον οποίο θα καταλήξουν Ευρωπαίοι και ΔΝΤ για την παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα θα περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα όχι μόνο το 2018, αλλά μέχρι το 2020, πλανάται πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου, με αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας να φέρνει ο ίδιος στο προσκήνιο το σενάριο των πρόωρων εκλογών.
Ο κ. Τσίπρας ευελπιστούσε ότι θα ξεπερνούσε τον κάβο της δεύτερης αξιολόγησης με το ΔΝΤ ως παρατηρητή και ότι θα ακολουθούσε με συμφωνία για το χρέος που θα «παρέκαμπτε» την ανάγκη για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Ομως, κατά πληροφορίες, τα μηνύματα από το Βερολίνο κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση. Ο Γερμανός υπουργός κ. Β. Σόιμπλε επιμένει ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί παράλληλα με τη συμφωνία για τη συνέχιση της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ομως, με δεδομένο ότι η παρέμβαση στο ελληνικό χρέος εκ των πραγμάτων δεν θα είναι «γενναία», εκτιμάται ότι το ΔΝΤ θα απαιτήσει τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων για τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα πρέπει να αποτυπωθούν στο μνημόνιο που θα συνυπογράψει με την Αθήνα, μέχρι τις αρχές του επόμενου χρόνου.
Οσο για το ποια θα είναι τα μέτρα αυτά, τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη παραπέμπουν στην ήδη γνωστή ατζέντα του Ταμείου, για μείωση του αφορολόγητου στις 5.000 ευρώ, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς για τους νυν συνταξιούχους και κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών.
Ενδεικτική του φόβου που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου για τις επερχόμενες εξελίξεις ήταν η ομιλία του κ. Τσίπρα την περασμένη Τετάρτη ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου όχι μόνον διεμήνυσε πως δεν πρόκειται να δεχθεί νέα μέτρα, «ειδικά εάν αφορούν τα έτη μετά τη λήξη του προγράμματος», δηλαδή πέραν του 2018, αλλά έσπευσε να προσθέσει ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο η χώρα να οδηγηθεί στις κάλπες, εάν η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση οδηγηθεί σε ναυάγιο.
Βεβαίως, στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού έσπευδαν να μεταδώσουν αμέσως μετά, ότι ο κ. Τσίπρας επιχείρησε να στείλει ένα απειλητικό μήνυμα προς τους εταίρους, καθώς ουδείς εξ αυτών φέρεται να επιθυμεί η Ελλάδα να καταστεί πόλος ισχυρών αναταράξεων, όταν το 2017 είναι εκλογική χρονιά για μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ομως, η συγκεκριμένη αποστροφή του κ. Τσίπρα συνδέεται και με κρίσιμες παραμέτρους της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Είναι κοινό μυστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντέχει νέα μέτρα που μάλιστα θα φέρουν αποκλειστικά τη δική του σφραγίδα, καθώς το προηγούμενο μνημόνιο, του 2015, είχε ψηφιστεί και από κόμματα που βρίσκονται και σήμερα στην αντιπολίτευση, ενώ είχε συνδεθεί με πολιτικές της διακυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Μάλιστα, το κλίμα ότι «νέα μέτρα δεν περνάνε» αποτυπώθηκε, κατά πληροφορίες, και στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης με τη συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου και της υπουργού Εργασίας κ. Εφης Αχτσιόγλου. Εξάλλου, με δεδομένη την έως τώρα δημοσκοπική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε περαιτέρω υποχώρηση έναντι των εκπροσώπων των δανειστών θα ήταν καταστροφική.
Είναι προφανές, βεβαίως, ότι με δεδομένο το προβάδισμα της Ν.Δ., τυχόν επιλογή του κ. Τσίπρα να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, επικαλούμενος αδυναμία ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης εξαιτίας ακραίων θέσεων του Βερολίνου ή του ΔΝΤ, θα συνιστά «ηρωική έξοδο» και παράδοση εξουσίας.
Ομως, όπως εκτιμούν κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός προφανώς εκτιμά ότι μπορεί να περιορίσει τις εκλογικές του απώλειες εάν πραγματοποιήσει μια προεκλογική εκστρατεία με κεντρικό επιχείρημα ότι ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης «θα υποχωρήσει σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών», ενώ ο ίδιος ενισχυμένος από τη λαϊκή εντολή θα μπορεί να διαπραγματευθεί μια καλύτερη συμφωνία, «όπως έκανε μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015».
Η κυβέρνηση προσβλέπει σε αντιστροφή των αρνητικών δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί λόγω της διελκυστίνδας μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ μέσω της παρέμβασης παραδοσιακών συμμάχων της Αθήνας σε κάθε στάδιο της διαπραγμάτευσης, δηλαδή πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και δευτερευόντως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ομως, όπως έχει αποδειχθεί, η τελική τους επίδραση είναι περιορισμένη.
Μάλιστα, η κυβέρνηση έχει αλλάξει προσανατολισμό και πλέον κάνει λόγο για «πολιτική συμφωνία» αναφορικά με τη δεύτερη αξιολόγηση στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, αρνούμενη να «κλείσει» τα εργασιακά, ενώ είχε δεχθεί εισηγήσεις από την Κομισιόν να ολοκληρώσει πλήρως τη συμφωνία, ώστε να έχει καλύτερη διαπραγματευτική θέση όταν ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.