Την πρόθεση του να ...
δώσει προτεραιότητα στην πρόσβαση των τραπεζών στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά κατά τις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση επανέλαβε σήμερα ο υπουργός Οικονομικών κ. Φίλιπ Χάμοντ.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας κ. Μαρκ Κάρνεϊ τόνισε πως η κεντρική τράπεζα δεν έχει θέσει ως στόχο συγκεκριμένη ισοτιμία της λίρας ωστόσο δεν είναι αδιάφορη για αυτήν.
Οι δύο άντρες προσπάθησαν να διασκεδάσουν την εντύπωση που έχει επικρατήσει μεταξύ της πλειοψηφίας των επενδυτών πως η πρωθυπουργός κ. Τερέζα Μέι δεν θα διστάσει να θυσιάσει την πρόσβαση των βρετανικών επιχειρήσεων στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά για χάρη του πλήρους ελέγχου της μετανάστευσης.
Μιλώντας χθες στη Βουλή των Λόρδων ο κ. Χάμοντ προσπάθησε να καθησυχάσει τους επενδυτές σχετικά με την τύχη του Σίτι του Λονδίνου την στιγμή που όλο και περισσότεροι τραπεζίτες προειδοποιούν πως ετοιμάζονται να αποχωρήσουν στις αρχές του 2017.
«Ασφαλώς και προσπαθώ να καθησυχάσω επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα ότι θα θέσουμε τις ανάγκες τους στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.», είπε ο κ. Χάμοντ.
Μάλιστα πρόσθεσε πως οι περιορισμοί στην μετανάστευση δεν θα αφορούν τους υψηλά αμειβόμενους και πολλές δεξιότητες υπαλλήλους που αναζητούν οι τράπεζες.
Ο υπουργός Οικονομικών δεν δίστασε να δηλώσει ότι δεν μπορεί να φανταστεί την περίπτωση όπου η Τράπεζα της Αγγλίας θα ήθελε να προχωρήσει σε αγορές περιουσιακών στοιχείων και θα το αρνούνταν το υπουργείο Οικονομικών.
Και στα τρία θέματα ο κ. Χάμοντ εξέφρασε άποψη διαφορετική από αυτήν που έχει εκφράσει η πρωθυπουργός κ. Τερέζα Μέι τις τελευταίες εβδομάδες.
Ο κ. Χάμοντ έχει βρεθεί στο στόχαστρο αρκετών συναδέλφων του υπουργών που υποστηρίζουν το Brexit και κατηγορούν τον υπουργό Οικονομικών ότι προσπαθεί να νοθεύσει τη λαϊκή βούληση.
Μάλιστα την περασμένη εβδομάδα η Ντάουνινγκ Στριτ είχε αναγκαστεί να ανακοινώσει πως ο Χάμοντ απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πρωθυπουργού, δήλωση όχι και τόσο καθησυχαστική.
Ο κ. Κάρνεϊ, ο οποίος αποτελεί «κόκκινο πανί» για πολλούς Τόρις που τον κατηγορούν ότι είχε αναλάβει, πριν το δημοψήφισμα του Ιουνίου, ενεργό ρόλο στην προσπάθεια κατατρομοκράτησης των ψηφοφόρων για τις συνέπειες του Brexit υπερασπίστηκε χθες την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και διαβεβαίωσε ότι δεν αδιαφορεί για την ισοτιμία της λίρας.
Ο διοικητής της ΤτΑ χαρακτήρισε την πτώση της λίρας από την ημέρα του Brexit και μετά «αρκετά σημαντική» και σημείωσε ότι αν και η τράπεζα δεν έχει συγκεκριμένο στόχο για την ισοτιμία δεν της είναι αδιάφορη δεδομένου ότι επηρεάζει μεταξύ άλλων και το επίπεδο του πληθωρισμού. Η λίρα έχει υποχωρήσει κατά περίπου 18% έναντι του δολαρίου και κατά περίπου 16% έναντι του ευρώ από την ημέρα του Brexit μέχρι σήμερα.
Μάλιστα ο κ. Κάρνεϊ εξήγησε πως η λίρα άρχισε πρόσφατα να υποχωρεί εκ νέου μετά τα σχόλια της πρωθυπουργού κ. Μέι στο συνέδριο των Συντηρητικών στις αρχές Οκτωβρίου όταν η πρωθυπουργός είχε πει ότι θα κινήσει την επίσημη διαδικασία αποχώρησης από την Ε.Ε. (το περίφημο άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας) το αργότερο μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2017.
«Η στερλίνα άρχισε πραγματικά να κινείται (σ.σ. να υποχωρεί) καθώς έγινε σαφέστερος ο χρόνος ενεργοποίησης του άρθρου 50 και η η αγορά άρχισε να αντιλαμβάνεται - και πραγματικά τονίζω ότι είναι εντύπωση της αγοράς- ποιά μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρώπης”, είπε ο κ. Κάρνεϊ. Πρόσθεσε ότι η εντύπωση που έχουν σχηματίσει οι επενδυτές «μπορεί κάλλιστα να είναι λανθασμένη».
Ο κ. Κάρνεϊ έριξε και μία δεύτερη έμμεση βολή κατά της Βρετανίδας πρωθυπουργού λέγοντας ότι « η νομισματική πολιτική στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες, περιλαμβανομένης της βρετανικής είναι εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα το βασικό αν όχι το μοναδικό όχημα ενίσχυσης και υποστήριξης» της οικονομίας.
Νωρίτερα χθες η λίρα υποχωρούσε μέχρι και 1% έναντι του δολαρίου, ωστόσο μετά τις δηλώσεις Κάρνεϊ οι απώλειες περιορίστηκαν στο 0,46% με την ισοτιμία να κυμαίνεται γύρω στο 1,2185.
Πριν τις δύο ομιλίες Μέι στο συνέδριο των Συντηρητικών η ισοτιμία βρισκόταν στο 1,2841.
Ο κ. Κάρνεϊ είχε δεχτεί επίπληξη από την κ. Μέι και για την πρόθεση του να μειώσει και άλλο το βασικό επιτόκιο δανεισμού και να συνεχίσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων στην προσπάθεια του να μετριάσει το πλήγμα που θα δεχτεί η βρετανική οικονομία από το Brexit καθώς οι εταιρείες έχουν αρχίσει να παγώνουν τις προσλήψεις και τις επενδύσεις εξαιτίας της αβέβαιης κατάστασης.