Στα άδυτα της Τράπεζας της Ελλάδος.


Εξωτερικά πρόκειται για ...

ένα από τα επιβλητικότερα και ομορφότερα κτίρια των Αθηνών. 
Τεράστιο σε όγκο –από τα ελάχιστα κτίρια στην καρδιά της Αθήνας που καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο–, το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οδό Πανεπιστημίου, αποτελεί μνημείο της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της Ελλάδας του Μεσοπολέμου.
Και αν εξωτερικά εντυπωσιάζει με τη λιτή ομορφιά και τον μεγαλεπήβολο όγκο του, το εσωτερικό του κτιρίου σε καθηλώνει. Η περιπλάνηση στις εκατοντάδες αίθουσες και στους ατελείωτους διαδρόμους της τράπεζας αποτελεί μια ανεπανάληπτη, υποβλητική εμπειρία. 
Πρώτα απ’ όλα, δεν θυμίζει τράπεζα, αλλά μουσείο, καθώς δεν υπάρχει σημείο όπου δεν θα σταθείς για να θαυμάσεις πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, χαρακτικά, κεραμικά, νομίσματα, έπιπλα-αντίκες, τοιχογραφίες, υαλογραφήματα, ψηφιδωτές συνθέσεις και πολλά, πολλά άλλα. Η συλλογή των έργων τέχνης καλύπτει μεγάλο φάσμα της νεοελληνικής ζωγραφικής, από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα των Κ. Βολανάκη, Ν. Λύτρα, Ν. Γύζη, Ι. Αλταμούρα, Ε. Δούκα, Οδ. Φωκά, Σπ. Βικάτου, Κ. Μαλέα, Ν. Φωτάκι.
Το κτίριο αποτελεί κάτι σαν χρονομηχανή που σε ταξιδεύει στην εποχή του ’50 και του ’60. Διασχίζοντας τους διαδρόμους του δεύτερου ορόφου, όπου στεγάζεται ο διοικητής και η διοίκηση της τράπεζας, έχεις την αίσθηση ότι από κάποια αίθουσα θα ξεπροβάλει ξαφνικά, περπατώντας γρήγορα, ο Ξενοφών Ζολώτας ή ο Κυριάκος Βαρβαρέσος.  
Σήμερα, μετά από οκτώ χρόνια μιας κρίσης που δεν λέει να τελειώσει, είναι λίγο δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι η θεμελίωση του  εντυπωσιακού αυτού κτιρίου έγινε μόνο λίγους μήνες μετά το οικονομικό αδιέξοδο του 1932, που υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στην επ’ αόριστον αναστολή πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Και όμως, στις 20 Νοεμβρίου 1933 –τα προσχέδια της μελέτης επεξεργάστηκαν οι  Ν. Ζουμπουλίδης, Κ. Παπαδάκης και Δ. Τριποδάκης– τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού καταστήματος. Τα θεμέλια «χρυσώθηκαν» με έναν μικρό θησαυρό. Κάτω από τον θεμέλιο λίθο ο τότε διοικητής Εμμανουήλ Τσουδερός τοποθέτησε ένα κρυστάλλινο δοχείο με χρυσά και αργυρά νομίσματα από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους.
Πρώτο πρώτο τοποθέτησε μέσα στο δοχείο ένα νόμισμα των Αθηνών με την κεφαλή της Αθηνάς, το σύμβολο της ΤτΕ. Κατόπιν τοποθετήθηκαν νομίσματα από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Κρήτης με το έμβλημα του Μίνωα της Κνωσού, της Σάμου, της Κορίνθου, της Χίου, της Λαρίσης, του κυβερνήτη Καποδίστρια κ.ά. Τελευταίο τοποθετήθηκε στο δοχείο ένα ξεχωριστό «φυλαχτό»: ένα χρυσό βυζαντινό νόμισμα όπου εικονίζονταν ο Αγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη, ακολουθώντας την παλιά παράδοση να προσφέρεται ένα τέτοιο νόμισμα-φυλαχτό στα νεογέννητα.  
Το κτίριο εγκαινιάστηκε στις 4 Απριλίου 1938, ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επεκτάθηκε προς τις οδούς Ομήρου και Εδουάρδου Λω και αργότερα, τη δεκαετία του 1970, στην οδό Σταδίου, καταλαμβάνοντας έτσι ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Το 1982 κατασκευάστηκε ένας ακόμη όροφος, ενώ με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού το 1989 το κτίριο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Το «Κ» είχε τo μεγάλο προνόμιο να ιχνηλατήσει το ιστορικό αυτό κτίριο και να περπατήσει μαζί με τον διοικητή Γιάννη Στουρνάρα στα άδυτα της κεντρικής τράπεζας. Περάσαμε από υπόγειες κρυψώνες όπου φυλάχτηκαν θησαυροί του Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις αίθουσες όπου γίνονταν ομηρικές συζητήσεις-διαφωνίες για το μεταπολεμικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και όπου ελήφθησαν ιστορικές αποφάσεις, όπως η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, και πραγματοποιήθηκε η προετοιμασία για την υιοθέτηση του ευρώ.
Βρεθήκαμε επίσης στις ακόμη μπαρουτοκαπνισμένες αίθουσες, όπου πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις με την τρόικα και ατελείωτες συσκέψεις για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης, των επιπτώσεων στις τράπεζες και της φυγής καταθέσεων, τις ανακεφαλαιοποιήσεις, τα «κόκκινα» δάνεια, τις συγχωνεύσεις τραπεζών κ.ά. Βρεθήκαμε ακόμα και στην είσοδο του κεντρικού θησαυροφυλακίου της ΤτΕ, με τη θηριώδη θωρακισμένη θύρα, το οποίο δεν μπορέσαμε δυστυχώς να φωτογραφίσουμε για λόγους ασφαλείας.
O Γιάννης Στουρνάρας στον ξενώνα του κτιρίου, τον χώρο όπου ο εκάστοτε διοικητής δέχεται τους καλεσμένους του.
Ο καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της ΤτΕ από το καλοκαίρι του 2014, μας επισημαίνει ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων στη διάρκεια της μακράς πορείας της τράπεζας οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες: το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό που είναι αφοσιωμένο στην τράπεζα και που έχει κάνει τους βασικούς στόχους της τράπεζας, κυρίως τη νομισματική σταθερότητα και την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δική του καθημερινή υπόθεση, και την ισχυρή θεσμική συγκρότηση της ΤτΕ. «Υπάρχουν για όλα και για τα πάντα διαδικασίες και κανόνες που εφαρμόζονται με ευλάβεια.
Ο διοικητής περιβάλλεται από ένα πανίσχυρο θεσμικό πλέγμα –Γενικό Συμβούλιο, Εκτελεστική Επιτροπή, Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, Επιτροπές, Εποπτεία– και μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και κανόνες, και σύμφωνα με το καταστατικό και τους νόμους, λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ανεξαρτησίας της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας υπογραμμίζει ότι πρόκειται για κομβικό χαρακτηριστικό, που δίνει ευρύτερο ρόλο στις κεντρικές τράπεζες. «Μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, στο πλαίσιο μάλιστα του ευρωσυστήματος, λειτουργεί με σαφή μακροχρόνια στόχευση, συνέχεια και συνέπεια. Μπορεί, έτσι, να αντιμετωπίζει τα τρέχοντα οικονομικά ζητήματα με ψυχραιμία και απόσταση, να διατυπώνει τους προβληματισμούς και τις εκτιμήσεις για τις οικονομικές εξελίξεις, τους κινδύνους και τις προοπτικές μακριά από τις βραχυχρόνιες σκοπιμότητες και αποφάσεις που δεν είναι σπάνιες στην πολιτική, όπως για παράδειγμα εξαιτίας του εκλογικού κύκλου».