Τρεις μήνες σβηστή ...
είναι η εμβληματική νέον ταμπέλα με το όνομα Pandeli γραμμένο μονοκοντυλιά, στο τέρμα του ιστορικού παζαριού με τα μπαχαρικά στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί που τελειώνουν οι χρωματιστές, μεθυστικές σκόνες και οι ιδιοκτήτες σταματούν να σε κυνηγούν με έναν δίσκο γεμάτο λουκούμια, αποκαλώντας σε «Γιώργο» ή «Μαρία», γιατί έτσι βαφτίζουν όλους τους Ελληνες, η απότομη σκάλα προς τον γαστρονομικό παράδεισο δεν οδηγεί κάπου.
Το ιστορικό εστιατόριο, που ιδρύθηκε από τον Παντελή Τσομπάνογλου και ήταν από τα αγαπημένα του Κεμάλ Ατατούρκ, είναι κι αυτό θύμα των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη και της δραματικής μείωσης του τουρισμού.
Είναι άγνωστο αν θα ξανανοίξει. Tην ατμόσφαιρα αλλοίωσης του χαρακτήρα της αγοράς των μπαχαρικών ή «Αιγυπτιακής Αγοράς» περιγράφει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας στο βιβλίο του «Η Πόλη των απόντων» (εκδ. Πατάκη, 2011): «Στεγάζει εκατό περίπου καταστήματα. Ήταν ένα από τα εξειδικευμένα παζάρια της Πόλης: ειδικευόταν στα μπαχαρικά, που έρχονταν από την Αίγυπτο. Σήμερα αν και παραμένει κυρίως αγορά τροφίμων, λίγα μαγαζιά του ειδικεύονται στα μπαχαρικά.
Τα καταστήματα που γεμίζουν τους πίσω δρόμους πωλούν οτιδήποτε, από ηλεκτρονικά μέχρι ρούχα και κατοικίδια ζώα». Πάνω από 300 μαγαζιά έχουν κλείσει μέσα στο παζάρι και ο αριθμός αυτός δεν αποκλείεται να υπερδιπλασιαστεί το 2017. Ηδη υπάρχουν κινήσεις πολιτών που διεκδικούν προστασία του Pandeli ως δείγμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κωνσταντινούπολης.
Όταν έμπαινες μέσα στο Pandeli, ένιωθες να σε πλημμυρίζει το χαρακτηριστικό (τιρκουάζ) χρώμα από τα οθωμανικά πλακάκια του 17ου αιώνα, σχεδόν σαν να μπαίνεις από έναν σκοτεινό διάδρομο σε μια εκτυφλωτική πισίνα. Από τα παράθυρα στο υπερώο της αγοράς μπορούσες να θαυμάσεις τη θέα και να ακούσεις το κάλεσμα του μουεζίνη από το παρακείμενο τζαμί, εκεί που οι άνδρες πλένουν ψυχαναγκαστικά τα πόδια τους πριν πάνε για προσευχή.
Στους τοίχους πίσω από τους φθαρμένους μπορντό καναπέδες «διάβαζε» κανείς μέχρι πρότινος την 115χρονη ζωή του. Το 1955 στα Σεπτεμβριανά είχε λεηλατηθεί μαζί με άλλες ελληνικές ιδιοκτησίες, αλλά η φήμη του ως εξαιρετικού εστιατορίου υπερίσχυσε των εθνικιστικών παθών κι έτσι του παραχωρήθηκε ο χώρος μέσα στην αγορά για την επαναλειτουργία του.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τους διάσημους θαμώνες του (από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ της Αγγλίας μέχρι και ηθοποιούς του Χόλιγουντ, όπως την Οντρεϊ Χέπμπορν, τον Τόνι Κέρτις και πιο πρόσφατα τον Ρόμπερτ ντε Νίρο) θυμίζουν τα μεγαλεία του παρελθόντος που είχαν ξεχάσει τα ηλικιωμένα γκαρσόνια με τη διεκπεραιωτική ευγένεια και τους βαριεστημένους ρυθμούς. Στην είσοδο μπορούσε ο πελάτης να αγοράσει αναμνηστικά από την επίσκεψη, χρυσοποίκιλτα φλιτζάνια για τούρκικο καφέ με το όνομα Pandeli. Κανείς δεν έμοιαζε όμως τον τελευταίο καιρό να ενδιαφέρεται για κάποιο σουβενίρ.
Την τελευταία φορά που το είχα επισκεφθεί, μια παρέα Αμερικανών εισέβαλε θορυβωδώς και κάθισε σε ένα τραπέζι. Νέα παιδιά κρατούσαν κουτιά από τα McDonalds και μόνο οι γονείς τους έριξαν μια ματιά στον κατάλογο και παρήγγειλαν τη γνωστή σπεσιαλιτέ: «λαβράκι στο ασημόχαρτο». Στην επόμενη αίθουσα μια οικογένεια Τούρκων με χαμένο βλέμμα, προφανώς από την επαρχία, έτρωγε μπουρέκι μελιτζάνα, λαχματζούν κι έπινε κεφίρ.
Οι ντόπιοι σπάνια πήγαιναν πια στο Pandeli. Με τα ίδια χρήματα άλλωστε μπορεί να χορτάσει ένας ολόκληρος λόχος με σάντουιτς που περιέχουν τα δυσώδη ψάρια, τα οποία λίγες ώρες νωρίτερα χοροπηδούσαν στους πλαστικούς κουβάδες των ερασιτεχνών αλιέων στις γέφυρες του Βοσπόρου. Οι περισσότεροι ταξιδιωτικοί οδηγοί το χαρακτήριζαν εσχάτως «τουριστικό και πανάκριβο», συχνά και εξαιρετικά «υπερτιμημένο».
Στο τέλος, μετά το καζάν ντιπί με βουβαλίσιο γάλα και τούρκικο καφέ, ο λογαριασμός ερχόταν μέσα σε ένα πιατάκι με την κάρτα του εστιατορίου και το τηλέφωνό του, αλλά και δυο-τρεις καραμέλες ζελέ, παλιομοδίτικες όσο και η ατμόσφαιρα.