Αν η ζωή κάνει ...
κύκλους, στην περίπτωση του Σπύρου Γιαννιώτη κάνει κύκλους και η καριέρα. Από τη θάλασσα ξεκίνησε, στη θάλασσα ολοκλήρωσε τη σπουδαία αθλητική του σταδιοδρομία. Με μία διαφορά: η αρχή έγινε στα γαλαζοπράσινα νερά της Κέρκυρας και το φινάλε στα μολυσμένα στην Κοπακαμπάνα του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο «ασημένιος» Ολυμπιονίκης του Ρίο συνέδεσε τη ζωή του με τη θάλασσα. Και μέσα από αυτή ήταν γραφτό να περάσει στην Ιστορία. Χιλιάδες τα χιλιόμετρα σε νερό γεμάτο χλώριο ή αλάτι, μέσα σε μια διαδρομή γεμάτη επιτυχίες που είχε το ιδανικό φινάλε. Σαν ένα... αληθινό παραμύθι.
Με το σώμα να πονάει ακόμα από την υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο Σπύρος Γιαννιώτης φέρνει στο μυαλό του, σαν σε ταινία, τον τελευταίο αγώνα της ζωής του. Δείχνει να μην έχει, ακόμη, συνειδητοποιήσει το εύρος της επιτυχίας του. Το μόνο που ξέρει είναι ότι πέτυχε τον στόχο του. Και, φυσικά, θέλει να ξεκουραστεί από την υπεράνθρωπη προσπάθεια.
«Ηταν ένα τέλος, καλύτερο απ’ ό,τι το φανταζόμουν. Ο αγώνας ήταν δύσκολος. Το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι το ολυμπιακό μετάλλιο που κατέκτησα. Αποτελούσε το απωθημένο πολλών χρόνων», δήλωσε ο Ολυμπιονίκης στην «Κ», λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Δέκα χιλιάδες μέτρα, η διαδρομή του αγώνα. Ενα μοναχικό ταξίδι μέσα στη θάλασσα. Στη ζωή του ο Ελληνας κολυμβητής έχει κάνει εκατοντάδες αντίστοιχα. Αυτό, όμως, ήταν διαφορετικό.
– Ποιες είναι οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό σου την ώρα που κολυμπούσες στα μολυσμένα νερά της Κοπακαμπάνα;
– Στην εκκίνηση, φυσικά. Υπήρχε το άγχος και σκεφτόμουν πώς θα κυλήσει ο αγώνας. Στη μέση της διαδρομής έκανα αυτό που ξέρω να κάνω: κολυμπούσα και διατήρησα την ψυχραιμία μου. Στα τελευταία μέτρα έλεγα συνεχώς στον εαυτό μου: «Σπύρο, άντεξε ακόμη λίγο». Πόναγα πολύ και κολυμπούσα μηχανικά. Οταν έφτασα στον τερματισμό, μου βγήκε αυθόρμητα μια κραυγή χαράς.
– Στη μέση της διαδρομής είχες μείνει πίσω. Αύξησες την προσπάθειά σου στα τελευταία χιλιόμετρα. Είχατε σχεδιάσει έτσι την τακτική σας;
– Έτσι ήταν η τακτική μας. Ο Αυστραλός έκανε ένα άνοιγμα, αλλά κράτησα την ψυχραιμία μου και έκανα αυτό που έπρεπε. Είχα προγραμματίσει να κάνω το «άνοιγμά» μου στο τελευταίο χιλιόμετρο, αλλά μου βγήκε στο σπριντ, στα τελευταία μέτρα.
Με τον Σπύρο Γιαννιώτη συμφωνεί και ο προπονητής του, ο Νίκος Γέμελος. Δεκαεπτά χρόνια δίπλα του, στην αρχή δεύτερος πατέρας του και φύλακας-άγγελος, αργότερα καλός φίλος και η φιλία επισφραγίστηκε με κουμπαριά. «Αυτή ήταν η τακτική που είχαμε αποφασίσει να ακολουθήσουμε. Είδαμε τον Αυστραλό που προηγήθηκε, αλλά επιβεβαιώθηκε αυτό που λένε στη μαραθώνια κολύμβηση, ότι όποιος οδηγεί δεν κερδίζει.
Κάτι, βέβαια, που αποτελεί περισσότερο μύθο. Εγώ ως προπονητής δεν μπορούσα να παρέμβω σε κάτι. Εβλεπα τον αγώνα όπως ο φίλαθλος», είπε στην «Κ» ο Ν. Γέμελος.
Πολύς λόγος έγινε για τον τερματισμό των αθλητών. Ο Σπύρος Γιαννιώτης τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον Φέρι Βέερμαν, αλλά ο Ολλανδός πήρε το χρυσό γιατί ο κολυμβητής μας άγγιξε καθυστερημένα το ηλεκτρονικό πλακίδιο. Μήπως έπρεπε να αλλάξει κάτι στον κανονισμό; «Οχι. Ετσι είναι ο κανονισμός», μας απαντούν, σχεδόν ταυτόχρονα, προπονητής και αθλητής. «Ο αθλητής πρέπει να σηκώσει το χέρι και να χτυπήσει εκείνο το σημείο. Αυτό πρέπει να κάνει, όσο κουρασμένος και να είναι. Εάν χρειαζόταν να σηκώσει το... πόδι, θα έπρεπε να βρει τη δύναμη να σηκώσει το πόδι», μας λέει γελώντας ο Νίκος Γέμελος.
– Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ποια είναι τα σημεία που δουλέψατε περισσότερο με τον Σπύρο; Δουλέψατε στον ψυχολογικό τομέα ή μόνο στον αγωνιστικό;
– Ο Σπύρος δεν χρειάζεται καμιά ψυχολογική βοήθεια. Είναι ώριμος και η καλύτερη τονωτική ένεση είναι οι καλές κούρσες του. Δουλέψαμε στο αγωνιστικό. Περισσότερο εστιάσαμε στο πώς θα αντέχει στην κόπωση. Είναι μοναδικό το ταλέντο του Σπύρου να ξεπερνάει τον πόνο.
– Ως προπονητής είχες άγχος;
– Δεν είχα κανένα άγχος. Και να ερχόταν το μετάλλιο και να μην ερχόταν, εγώ γνωρίζω πολύ καλά την αξία του αθλητή μου. Δεν μπορώ, όμως, να περιγράψω τη χαρά μου που τελείωσε την καριέρα του τόσο ψηλά. Μοιάζει, πραγματικά, με παραμύθι.
– Ως φίλος του αθλητή σου, δάκρυσες;
– Οι άνδρες δεν κλαίνε (σ.σ. γελάει). Πάντως αν το έκανα δεν με είδε κανείς...