Γιατί κανείς δεν θέλει πια τους Ολυμπιακούς Αγώνες;


Στον ανεπτυγμένο κόσμο, όλο και...


περισσότερες χώρες και πόλεις εμφανίζονται πλέον απρόθυμες να πληρώσουν το υπέρογκο κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων.
Και, καθώς οι υποψήφιοι οικοδεσπότες λιγοστεύουν, η ΔΟΕ αναζητά λύσεις

Οι μοντέρνοι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν πάντοτε μια ελάχιστη πολιτική διάσταση: να ενισχυθεί το κύρος της διοργανώτριας χώρας. Από οικονομικής πλευράς, όμως, παρέμεναν μια σχετικά "αθώα" υπόθεση, για πολύ καιρό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πριν από 60 χρόνια, οι προσδοκίες των Αυστραλών για τους αγώνες της Μελβούρνης εξαντλούνταν στο να προσελκύσουν τουρίστες, με την επιπρόσθετη ελπίδα ότι κάποιοι από τους επισκέπτες ίσως αποφάσιζαν να εγκατασταθούν στη χώρα και να κάνουν δουλειές εκεί. Λίγες τετραετίες μετά, το κόστος της διοργάνωσης είχε γιγαντωθεί, μαζί με τις βλέψεις για κέρδος.

Όμως, οι Ολυμπιακοί του Μόντρεαλ το 1976 έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στους μελλοντικούς οικοδεσπότες ότι "αυτός δεν είναι τρόπος να κάνεις δουλειές": οι αγώνες ήταν μια οικονομική αποτυχία, τόσο μεγάλη που η πόλη χρειάστηκε τρεις δεκαετίες για να αποπληρώσει το "ολυμπιακό" της χρέος.

Σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση, η ζημιά άγγιξε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια και για την κάλυψή της μπήκε ειδικός φόρος στα προϊόντα καπνού.

Ακολούθησαν αγώνες που θεωρήθηκαν πιο επιτυχημένοι, όπως αυτοί του 1996 στην Ατλάντα ή της Βαρκελώνης -περισσότερο, όσον αφορά τη "μεταμόρφωση" της πόλης και τη μετατροπή της σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό. Στην τελευταία περίπτωση, ο αντίλογος είναι ότι η καταλανική πρωτεύουσα είχε μπει ήδη σε τροχιά ανάπλασης, ενώ, γενικότερα, οι απόψεις για την αύξηση του τουρισμού διίστανται.

Το 2012, στο Λονδίνο, η τουριστική κίνηση ήταν μειωμένη κατά 5% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, κάτι που αποδίδεται στο ότι πολλοί από όσους θα επισκέπτονταν έτσι κι αλλιώς την πόλη φοβήθηκαν την κοσμοσυρροή που θα δημιουργούσε το αθλητικό event. Το ίδιο συνέβη και στο Πεκίνο 4 χρόνια νωρίτερα.

Πολλές διοργανώσεις μετά το αποτυχημένο Μόντρεαλ,  η πεποίθηση ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορεί να αποφέρουν "κέρδος" έχει πια κλονιστεί σοβαρά. Είναι αλήθεια ότι, από καθαρά οικονομική σκοπιά, η αποτίμηση δεν είναι εύκολη, καθώς εμπλέκονται παράγοντες όπως η δημιουργική λογιστική, η αναθεώρηση του μπάτζετ και σενάρια του τύπου "τι θα συνέβαινε -στον τουρισμό, τις επενδύσεις, τις δημόσιες υποδομές- αν δεν είχαμε πάρει τους αγώνες".

Όμως στις περισσότερες διοργανώσεις γίνονται κραυγαλέες υπερβάσεις στον προϋπολογισμό και ο λογαριασμός πηγαίνει στους φορολογούμενους που καλούνται να πληρώσουν φαραωνικές αθλητικές εγκαταστάσεις, οι οποίες στη συνέχεια ρημάζουν.

Το παράδειγμα της Αθήνας είναι χαρακτηριστικό, αλλά ακόμη και στο Λονδίνο, που ξέρει πώς να κάνει business, υπάρχει γκρίνια για αθλητικές υποδομές που χρηματοδότησαν οι φορολογούμενοι και τώρα παραχωρούνται προς χρήση σε ιδιώτες, έναντι ευτελούς αντιτίμου.

Ακόμη και στους "παραμυθένιους" γάμους, δεν χτίζει κανείς έναν ολόκληρο ναό αποκλειστικά για την τέλεση του μυστηρίου. Όμως ξοδεύονται αμύθητα ποσά για να φτιαχτούν τεράστια στάδια τα οποία θα φιλοξενήσουν αθλητικά event που διεξάγονται μόνο επί λίγες μέρες, παρατηρούν εύστοχα οι Financial Times.

Όπου αυτοί οι "λευκοί ελέφαντες" προϋπήρχαν, όπως στη διοργάνωση του 1984 στο Λος Άντζελες (αφού η πόλη είχε φιλοξενήσει Ολυμπιακούς Αγώνες και παλαιότερα), οι οικονομικές προοπτικές για τους διοργανωτές ήταν εξαρχής καλύτερες.

Όσον αφορά, πάντως, την αμερικανική πόλη, εξίσου σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη διοργάνωση έπαιξε το γεγονός ότι ήταν πρόσφατο το καταστροφικό παράδειγμα του Μόντρεαλ που αποθάρρυνε άλλες υποψηφιότητες. Ως η μοναδική υποψήφια πόλη, το Λος Άντζελες κατάφερε να υπαγορεύσει τους όρους του στη ΔΟΕ, αποκομίζοντας τη μερίδα του λέοντος από τηλεοπτικά δικαιώματα και χορηγίες.

Στις επόμενες διοργανώσεις, οι υποψήφιες πόλεις αυξήθηκαν (5 το 1992, 8 το 2000, 11 το 2004), αναγκάστηκαν να πλειοδοτούν, και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή κατάφερε να ελέγξει τη διαπραγμάτευση των δικαιωμάτων και να πάρει το πάνω χέρι. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πλέον, οι "αθάνατοι" καρπούνται το 70% των εσόδων από την τηλεόραση, όταν στην εικοσαετία 1960 - 1980 το μερίδιο της ΔΟΕ δεν είχε ποτέ υπερβεί το 4%.

Πλέον, φθάσαμε σε ένα σημείο όπου οι υποψηφιότητες μειώνονται και, τουλάχιστον ο δυτικός κόσμος, μοιάζει θέλει όλο και λιγότερο τους Αγώνες, για οικονομικούς λόγους, ίσως και για κοινωνικούς. Στο Αμβούργο δεν υπάρχουν φαβέλες για να ξηλωθούν, αλλά η αντιολυμπιακή κίνηση που στηρίζεται από την αριστερά εξέφρασε φόβους για εκτοπισμό ευάλωτων ομάδων, ενώ έβαλε στη συζήτηση και το προσφυγικό: "Πώς σκεφτόμαστε να φτιάξουμε νέα στάδια όταν οι πρόσφυγες μένουν σε τέντες;"

Πριν από λίγα χρόνια οι αντιολυμπιακές φωνές δεν ήταν ηχηρές και mainstream, τώρα όμως αυτό αλλάζει: όχι μόνο δεν είναι πολλοί όσοι εμφανίζονται πια στη "δημοπρασία", αλλά ακόμη και όσοι δηλώνουν αρχικά την πρόθεσή τους στη συνέχεια αποσύρονται από τη διεκδίκηση. Το Όσλο ανακάλεσε πρόσφατα την υποψηφιότητά του για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2022, ενώ νωρίτερα είχε κάνει το ίδιο και η Στοκχόλμη.

Πέρυσι, ήταν η Βοστόνη που αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση των θερινών αγώνων του 2024, ενώ δημόσιες αρχές στο Τορόντο πήραν επίσης αντίθετη θέση στην υποβολή υποψηφιότητας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόλις 4 υποψήφιες πόλεις για τη συγκεκριμένη διοργάνωση (Ρώμη, Βουδαπέστη, Λος Άντζελες και Παρίσι), ενώ για τους χειμερινούς του 2022 από εννέα έχουν απομείνει μόλις δύο: Πεκίνο και Αλμάτι.

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι πολίτες δυτικών πόλεων διεκδικούν όλο και πιο ενεργό ρόλο στη σχετική συζήτηση. Η υποψηφιότητα της Κρακοβίας για το 2022 ακυρώθηκε ύστερα από δημοψήφισμα όπου το "όχι" επικράτησε με 70%. Το ίδιο συνέβη στο Μόναχο (60%) και το Νταβός (53%).

Μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο να βγει άκρη με τα οικονομικά αποτελέσματα των διοργανώσεων, όμως το γεγονός ότι οι -κατά τεκμήριο καλύτερα πληροφορημένοι- πολίτες του ανεπτυγμένου κόσμου λένε "όχι" χτυπά το καμπανάκι στη ΔΟΕ, που δεν θέλει ένα απαξιωμένο προϊόν, με υποψήφιους διοργανωτές μόνο από καταπιεστικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα: πλήγμα για τις ιδέες και για το marketing του θεσμού.

Οι "αθάνατοι" επεξεργάζονται σχέδια που προβλέπουν ότι το "κατώφλι" της υποψηφιότητας θα μειωθεί, κάτι που σίγουρα δεν είναι αρκετό, ενώ αρχίζουν και ακούγονται προτάσεις για μόνιμη τέλεση των αγώνων σε μία χώρα: "στη χώρα που τους γέννησε", έχουν πει κάποιοι, μεταξύ των οποίων και η Κριστίν Λαγκάρντ.