Αν με ρωτούσαν τι θα ...
προτιμούσα, τη γελοιοποίηση του Συντάγματος ή την παραβίασή του; Θα απαντούσα χωρίς δισταγμό την παραβίασή του, διότι η παραβίαση είναι στιγμιαία, μπορεί να διορθωθεί και υπάρχουν και κυρώσεις.
Η γελοιοποίηση έχει διάρκεια, είναι διάχυτη και αφήνει ίχνη. Δυστυχώς, δεν την απέφυγε η κυβέρνηση με την τελετή που διοργάνωσε για την αναθεώρηση του Συντάγματος μαζί με τις συνταγματικές εξαγγελίες που έκανε, με αφορμή την 42η επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας.
Θα ασχοληθώ μόνον με τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, όπως σχεδιάστηκε και σκηνοθετήθηκε, και όχι με το περιεχόμενό της. Διότι η διαδικασία είναι πρωτάκουστη και προκλητική, ενώ το περιεχόμενο των προτάσεων σηκώνει μεν αντιρρήσεις και σοβαρές αλλά τουλάχιστον δεν προκαλεί ούτε διεγείρει και μπορεί να ανατραπεί και ίσως να μην ψηφιστούν ποτέ. Και ορισμένες είναι άλλωστε ανάξιες λόγου.
Ενώ η όλη διαδικασία προκαλεί από τη φύση της: με την πρόβλεψη μιας πρωτάκουστης, προκαταρκτικής διαδικασίας δωδεκάμηνης διάρκειας διαβούλευσης με τους «πολίτες», με τη διοργάνωση από μια 15μελή οργανωτική επιτροπή –αγνώστων λοιπών στοιχείων– τυχάρπαστων «συνελεύσεων» πολιτών σε πλατείες, με «σκοπό τη διεξαγωγή μιας πλατιάς, ανοιχτής διαδικασίας διαλόγου σε πανεθνική κλίμακα», με την ανάθεση, τέλος, της πρωτοβουλίας της διοργάνωσης των συναθροίσεων πολιτών «είτε στην ίδια την Οργανωτική Επιτροπή είτε σε Κινήσεις Πολιτών ή σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και άλλους φορείς της κοινωνίας των πολιτών».
Όλα αυτά, μαζί με τα ενδιάμεσα συνταγματικά δημοψηφίσματα, αν δεν είναι τραγελαφικά και ασυνάρτητα, και τα πάρει κανείς στα σοβαρά, τότε αποτελούν μια ανοιχτή πρόκληση, μια συνταγματική ασέβεια προς το κοινοβούλιο, στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού και του έθνους, όπως θα δούμε.
Πρώτα, προς τον λαό έτσι όπως τον εννοεί το Σύνταγμα, ως οργανωμένο σύνολο πολιτών, ως πολιτική ενότητα και υποκείμενο με βούληση, ως εκλογικό σώμα που εκλέγει τους αντιπροσώπους που τον κυβερνούν.
Στη θέση αυτού του λαού, του μόνου υπαρκτού και λειτουργικού, στο όνομα του οποίου ψηφίζονται οι νόμοι και κυβερνιέται η χώρα, μας αντιπαράθεσε ο πρωθυπουργός έναν άλλο «λαό», τον «λαό της πραγματικής δημοκρατίας», όπως λέει, εκείνον της «κοινωνίας των πολιτών», που δρα και υπάρχει στις ενώσεις πολιτών και στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (!) στις πλατείες και στις αίθουσες των συνελεύσεων.
Ένα τυχάρπαστο συναπάντημα πολιτών, που θα εμφανίζεται μόνον όταν θα συγκαλείται από μια οργανωτική επιτροπή, που θα διορίσει, ως άλλος Καίσαρας, ο πρωθυπουργός και θα διαβουλεύεται για μας όλους και θα προτείνει, στο όνομά μας, πώς πρέπει να είναι οργανωμένο το κράτος και η διακυβέρνηση της χώρας.
Έτσι, τον λαό της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, αποκλειστικό φορέα της λαϊκής κυριαρχίας και κάθε δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο, ο πρωθυπουργός της ρημαγμένης χώρας μας μας προτείνει δημόσια να τον υποκαταστήσουμε, και μάλιστα στην ύψιστη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή τη στιγμή της άσκησης δεσμευμένης συντακτικής εξουσίας, με την «κοινωνία των πολιτών», –άκουσον άκουσον–, με αυτήν που είναι κατακερματισμένη, που σπαράσσεται από τον ανταγωνισμό και τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Κύριε πρωθυπουργέ, επιτρέψτε με να σας διορθώσω ως δάσκαλος του Συνταγματικού Δικαίου: δεν διαβάσατε σωστά τον Ρουσό, η κυριαρχία δεν εδρεύει στην κοινωνία των πολιτών (στην civil society) , αλλά στον λαό ως σύνολο πολιτών, ως αφηρημένη ενότητα και ενοποιημένη συμβατική βούληση όλων των πολιτών.
Διαπράξατε όμως, κύριε πρωθυπουργέ, και ένα άλλο συνταγματικό ατόπημα, που το επεσήμανε ήδη ο συνάδελφος καθηγητής Βενιζέλος. Σφετεριστήκατε ως πρόεδρος της κυβέρνησης αναθεωρητική εξουσία, την οποία το Σύνταγμα αναθέτει αποκλειστικά στη Βουλή, στους βουλευτές και όχι στην κυβέρνηση ή στην εκτελεστική εξουσία και πολύ λιγότερο στις παντοειδείς ενώσεις πολιτών. Τυπικές λεπτομέρειες, θα μου πείτε.
Και όμως, το Σύνταγμα είναι κυρίως τύπος και η αναθεωρητική διαδικασία, όπως και το Σύνταγμα, είναι στη χώρα μας από το 1844 τυπικό και αυστηρό και αυτό θεωρήθηκε από τους κλασικούς μας δασκάλους, Σβώλο και Μάνεση, εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος, δηλαδή εγγύηση της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Με αυτά που εξαγγείλατε, κύριε πρωθυπουργέ, επιδείξατε ακόμη ασέβεια στην καθιερωμένη από το άρθρο 110Σ διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Οχι τόσο διότι εξαγγείλατε την αναθεώρηση, ως πρωθυπουργός, αλλά κυρίως διότι εξαναγκάζετε τη Βουλή, ταπεινώνοντάς την, να περιμένει σιωπηλή, επί δέκα μήνες, τις τελικές προτάσεις της λαϊκής διαβούλευσης, όπως θα τις συνοψίσει η δεκαπενταμελής επιτροπή που θα διορίσετε. Οι αντιπρόσωποι του λαού και του έθνους απαρτίζουν τη Βουλή και σε αυτό το όργανο μαζί με την Αναθεωρητική Βουλή, που θα προκύψει έπειτα από εκλογές, έχει αναθέσει κατά αποκλειστικότητα το Σύνταγμα την αναθεωρητική διαδικασία. Δεν την μοιράζεται με κανένα άλλο όργανο.
Στη διαδικασία, που αναγγέλθηκε, προβλέπεται ακόμη ότι στο μεσοδιάστημα, όσο διαρκεί η περίφημη διαβούλευση, μπορεί να διοργανωθεί και κανένα συμβουλευτικό συνταγματικού περιεχομένου δημοψήφισμα, με την επίκληση «κρίσιμου εθνικού θέματος», όπως κάνατε τον Ιούλιο του 2015, καταστρατηγώντας το άρθρο 44 παρ.2Σ. Γνωρίζετε, πλέον, είναι αλήθεια, κύριε πρωθυπουργέ, πώς να χρησιμοποιείτε προς όφελος των πολιτικών σας επιδιώξεων τη δημοψηφισματική θέληση του λαού. Και εν ανάγκη να την μετατρέπετε σε μια νύχτα από αρνητική σε θετική. Την αγάπη σας προς τα δημοψηφίσματα δεν την κρύβετε, άλλωστε.
Μόνο που τα δημοψηφίσματα, κυρίως τα κυβερνητικά, και μάλιστα τα προσωποπαγή, δεν είναι θεσμός, όπως ίσως γνωρίζετε, ούτε της άμεσης ούτε της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά της καισαρικής δημοκρατίας.
Μπορεί τα προηγούμενα να μην στοιχειοθετούν παραβίαση του Συντάγματος. Δηλώνουν όμως ασέβεια στο άρθρο 110Σ και στον αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Διότι προδίδουν συμπεριφορά που αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα ως εργαλείο ή μέσο άσκησης κυβερνητικής ή κομματικής πολιτικής.
Δεν παίζουμε με το Σύνταγμα, διότι είναι αυτό που μας κρατά ως χώρα και ως πολιτική ενότητα, ως λαό και ως έθνος. Βρίσκεται πάνω από τον πρωθυπουργό και την εκάστοτε συγκυριακή κυβερνητική πλειοψηφία και ουδείς δικαιούται να το χρησιμοποιεί ως κύριος ή ιδιοκτήτης του ή να παίζει μαζί του. Διότι δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι το μόνο, άλλωστε, που μας απέμεινε και στέκει όρθιο. Το μόνο που άντεξε στην κρίση. Ας το σεβαστούμε, ως κειμήλιο και ως παρακαταθήκη ιερή, αυτών που μας το κληροδότησαν και μπορούμε χάρις σε αυτούς, σήμερα, να γιορτάζουμε την επέτειο του κληροδοτήματός τους.
* Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου.