Από την αρχή της...
διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τους θεσμούς υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα, αυτό της διαφορετικής αντίληψης της πραγματικότητας. Και μπορεί οι σχέσεις και η επικοινωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς να έχουν βελτιωθεί αισθητά από το περασμένο καλοκαίρι, η αντίληψη των πραγμάτων, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει διαφορετική.
Ενδεικτικό είναι ότι από την επομένη του Eurogroup, όπου υπήρχε συμφωνία ως προς το κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά με σαφή αναφορά ότι πρέπει να υπάρχει τήρηση όλων των συμφωνηθέντων, στην Αθήνα κυριαρχούσε ένα κλίμα ευφορίας, χωρίς να δίνεται σημασία σε μία σειρά από αλλαγές αλλά και μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν ολοκληρωθεί. Από τότε χρειάστηκαν περίπου 10 μέρες για να περάσουν οι τροπολογίες, που θα οδηγήσουν στην εκταμίευση της πολυπόθητης δόσης, η οποία θα μπορέσει –κάπως– να γεμίσει τα τελείως άδεια ελληνικά ταμεία.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας σημαντικός, αν και εξωγενής, παράγοντας, που θα μπορούσε να βοηθήσει θετικά την Ελλάδα για την επίσπευση της διαδικασίας. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπό όρους θα μπορούσε να είναι η αιτία για να κάνουν τα «στραβά μάτια» οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμα και για μερικά θέματα που αλλιώς δεν θα έπαιρναν το «πράσινο φως».
Γεγονός αποτελεί ότι ακόμα και από τους χειμερινούς μήνες ήταν ξεκάθαρο εδώ στις Βρυξέλλες ότι η πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε κλείσει πριν ξεκινήσει η έντονη συζήτηση για το Brexit τον Ιούνιο. «Είχαμε αποφασίσει ότι δεν θα γίνεται συζήτηση για την Ελλάδα, τη στιγμή που θα κρινόταν το μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση» τονίζει Ευρωπαίος αξιωματούχος και προσθέτει ότι γι’ αυτό θα έπρεπε να κλείσει η αξιολόγηση πριν από τον Ιούνιο. Σε διαφορετική περίπτωση, η αξιολόγηση θα έπρεπε να παραμείνει ανοιχτή και να ξανασυζητηθεί μετά το δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου, με ρίσκο η Ελλάδα να φλερτάρει για ακόμη μία φορά με μια ενδεχόμενη χρεοκοπία, καθώς η πληρωμή ομολόγου προς την ΕΚΤ έχει ημερομηνία λήξης στα μέσα Ιουλίου.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας σημαντικός, αν και εξωγενής, παράγοντας, που θα μπορούσε να βοηθήσει θετικά την Ελλάδα για την επίσπευση της διαδικασίας. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπό όρους θα μπορούσε να είναι η αιτία για να κάνουν τα «στραβά μάτια» οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμα και για μερικά θέματα που αλλιώς δεν θα έπαιρναν το «πράσινο φως».
Γεγονός αποτελεί ότι ακόμα και από τους χειμερινούς μήνες ήταν ξεκάθαρο εδώ στις Βρυξέλλες ότι η πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε κλείσει πριν ξεκινήσει η έντονη συζήτηση για το Brexit τον Ιούνιο. «Είχαμε αποφασίσει ότι δεν θα γίνεται συζήτηση για την Ελλάδα, τη στιγμή που θα κρινόταν το μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση» τονίζει Ευρωπαίος αξιωματούχος και προσθέτει ότι γι’ αυτό θα έπρεπε να κλείσει η αξιολόγηση πριν από τον Ιούνιο. Σε διαφορετική περίπτωση, η αξιολόγηση θα έπρεπε να παραμείνει ανοιχτή και να ξανασυζητηθεί μετά το δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου, με ρίσκο η Ελλάδα να φλερτάρει για ακόμη μία φορά με μια ενδεχόμενη χρεοκοπία, καθώς η πληρωμή ομολόγου προς την ΕΚΤ έχει ημερομηνία λήξης στα μέσα Ιουλίου.
Ραντεβού τον Σεπτέμβριο
Παρόλο που, όπως φαίνεται, ξεπεράστηκε αυτός ο δύσκολος κάβος και στις Βρυξέλλες μία σειρά από Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ελπίζουν να μην ασχοληθούν άλλο ένα καλοκαίρι με την ελληνική κρίση, από τον Σεπτέμβριο αναμένεται να αρχίσει να αυξάνεται η ένταση για άλλη μία φορά. Η δεύτερη αξιολόγηση, που υπολογίζεται να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο και να τελειώσει μέσα στο φθινόπωρο, ενώ δεν έχει τον νομοθετικό όγκο και τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που χρειάστηκαν για να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση, έχει ίσως «ιδεολογικά δύσκολες» μεταρρυθμίσεις, όπως μεταξύ άλλων τα εργασιακά, τη δικονομία και το εταιρικό δίκαιο.
Συγχρόνως, μέχρι τον Σεπτέμβριο θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που θα προτείνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης. Αυτά θα πρέπει να είναι αρκετά, έτσι ώστε να αλλάξουν την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και να του επιτρέψουν να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. Η συμμετοχή του ΔΝΤ δεν είναι μόνο σημαντική για μία σειρά κράτη-μέλη που το χρειάζονται για τα κοινοβούλιά τους αλλά και για την ίδια μας τη χώρα, καθώς όρος για την ελάφρυνση του χρέους είναι η συμμετοχή του Ταμείου, αλλά και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος.
Αλλωστε, η απόφαση του Εurogroup αλλά και του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που δεν αποφάσισε για την επαναφορά του καθεστώτος παροχής φθηνής ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες (waiver), είναι ενδεικτική ότι οι εταίροι κρατούν μια πολύ επιφυλακτική στάση.
Η απόφαση της ΕΚΤ θα παρθεί μόνο εάν η Αθήνα εφαρμόσει όλα τα προαπαιτούμενα μέτρα, όπως αντίστοιχα αποφάσισε και το Eurogroup, που βασικά είπε στην ελληνική πλευρά: ολοκληρώστε την αξιολόγηση, αν θέλετε εκταμίευση χρημάτων και θα επανέλθουμε πάλι το φθινόπωρο. Ομως αυτό που είναι ξεκάθαρο και επικίνδυνο είναι ότι αν η Ελλάδα βγει από το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων, η ελάφρυνση του χρέους θα παραμείνει «όνειρο θερινής νυκτός».