Θυμάμαι, σαν χθες, την ...
«περί ανέμων» συνομιλία που είχα με κορυφαίο, τότε, στέλεχος του ΥΠΕΧΩΔΕ. Ηταν στα μέσα του 2007 όταν ο τότε Υπουργός Γιώργος Σουφλιάς παρουσίαζε το δικό του σχέδιο αξιοποίησης της έκτασης του ελληνικού αεροδρομίου. Ο Θεσσαλός, με τη χαρακτηριστική εκφορά του, ομιλούσε για ένα «πάρκο μεγαλύτερο από το Hyde Park».
Ωστόσο, η πρόβλεψη δόμησης σε έκταση 1000 στρεμμάτων του πρώην Αεροδρομίου προκάλεσε τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Σωστά καταλάβατε, του ΠΑΣΟΚ (κυρίως αυτού) αλλά και του μικρού, τότε, ΣΥΡΙΖΑ. Σε μία δήλωσή του, τότε, ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος ζητούσε την ολοκληρωτική μετατροπή του Ελληνικού σε μητροπολιτικό πάρκο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη πνευμόνων πρασίνου για το λεκανοπέδιο που ήδη είχε υποστεί. τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα.
Η «περί ανέμων», λοιπόν, συζήτηση με το στέλεχος του ΥΠΕΧΩΔΕ αφορούσε ουσιαστικά την απάντηση της κυβέρνησης για το εάν το... οξυγόνο και η δροσιά που θα παρείχε το μητροπολιτικό πάρκο θα μπορούσε να διαχυθεί στο λεκανοπέδιο, εάν στο Ελληνικό φυσάει Μπάτης ή Γραίγος, εάν ο Υμηττός στην «πλάτη» της έκτασης λειτουργούσε ως φυσικός φραγμός.
Σε τέτοια λεπτομέρεια είχε φτάσει η συζήτηση! Και τελικά τίποτε δεν έγινε. Διότι, στο μεταξύ, οι δήμοι είχαν ξεσηκωθεί και επικαλούνταν αντίστοιχες γαλάζιες δηλώσεις κατά της... τσιμεντοποίησης στις οποίες είχε προβεί η Ν.Δ του Κώστα Καραμανλή αντιπολιτευόμενη την κυβέρνηση Σημίτη.
Το Φεβρουάριο του 2009 όταν, πλέον, ήταν ζήτημα χρόνου η αναρρίχησή του στην εξουσία, ο Γιώργος Παπανδρέου χαρακτήριζε ως εγκληματική πολιτική «το ξεπούλημα και των τελευταίων ελεύθερων χώρων που έχουν απομείνει στην πόλη μας... Πραγματική ανάπτυξη είναι η προστασία αυτών των χώρων. Θέλουμε το πράσινο, και όχι το γκρίζο». Σωστά καταλάβατε, όπως προσέθεσε και ο ίδιος, «το ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζοντας την οριακή κατάσταση που επικρατεί στο Λεκανοπέδιο, προχώρησε με θάρρος και ευθύνη στην πρόταση για μετατροπή ολόκληρου του χώρου του Ελληνικού σε ένα από τα μεγαλύτερα μητροπολιτικά πάρκα της Ευρώπης».
Και έπειτα ήρθαν οι εκλογές και η πτώχευση και τα μνημόνια. Και η συζήτηση περί αξιοποίησης του Ελληνικού άρχισε σιγά – σιγά να υπερβαίνει την κατεύθυνση των ανέμων και το σημείο δρόσου και να αποκτά οικονομικά χαρακτηριστικά. Αλλωστε, η χώρα χρειαζόταν (και εξακολουθεί και σήμερα να χρειάζεται) κεφάλαια ενώ το μέγεθος του έργου είναι, σε κάθε περίπτωση, τέτοιο που θα μπορούσε να πυροδοτήσει από μόνο του αύξηση του ΑΕΠ.
Ο Χοσέ Ασεμπίγιο ήρθε για να μελετήσει, η Τίνα Μπιρμπίλη έφυγε διαφωνώντας και, τελικά, το έργο κόλλησε για άλλη μία φορά. Διότι, παρά τα επανειλημμένα ταξίδια του Χάρη Παμπούκη στο Κατάρ και τα πρωτόκολλα συνεργασίας ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, οι καταριανοί, βλέποντας και την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, ουδέποτε αποφάσισαν να επενδύσουν στο «καλύτερο οικόπεδο της Ευρώπης».
Τη σκυτάλη πήρε, τελικά, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, με το διαγωνισμό που δρομολόγησε το ΤΑΙΠΕΔ. Είπαμε, άλλωστε, ότι η αναγκαιότητα αξιοποίησης της έκτασης είχε καταστεί κοινός τόπος. Ή μήπως όχι; Μόλις λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, συγκεκριμένα στις 15 Δεκεμβρίου του 2014, ο επερχόμενος τότε Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας συναντούσε την επιτροπή Αγώνα των κατοίκων και επαναλάμβανε την αντίθεσή του στην εκποίηση του Ελληνικού, καθώς όπως είχε σημειώσει μερικούς μήνες νωρίτερα: «το Ελληνικό, είναι κομμάτι της συλλογικής μας αγωνιστικής συνείδησης. Είναι το τοπόσημο των αγώνων των κινημάτων πόλης για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου».
Τη συνέχεια τη γνωρίζετε. Υπό την πίεση της τρόικας για την εκταμίευση της δόσης, η κυβέρνηση όχι μόνον προχώρησε στην υπογραφή του μνημονίου παραχώρησης της έκτασης στον ανάδοχο που είχε αναδειχθεί από το διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ αλλά διαφημίζει και τις σημαντικές, όπως λέει, βελτιώσεις στη σύμβαση.
Χωρίς βέβαια να υπολογίζεται, από τον ΣΥΡΙΖΑ και όσους προηγήθηκαν, αφενός το κόστος της καθυστέρησης που υπήρξε αφετέρου μία πικρή πραγματικότητα για το πολιτικό σύστημα της χώρας:
Ότι εάν δεν είχε επέλθει η πτώχευση και δεν υπήρχε η πίεση των δανειστών, το Ελληνικό θα παρέμενε, πιθανότητα, ένας χώρος εγκαταλελειμμένος όπου κάθε συζήτηση περί αξιοποίησής του θα κόλλαγε στο «από που (ή μάλλον στο «όπου») φυσάει ο άνεμος».