Με δύο κεντρικά...
επιχειρήματα, που θα κυριαρχήσουν εφεξής και στην πολιτική επιχειρηματολογία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, προσέρχεται η Νέα Δημοκρατία στη συζήτηση που μοιάζει να δρομολογεί την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του επώδυνου τρίτου μνημονίου.
Το πρώτο επιχείρημα αφορά στην πραγματική επιβάρυνση που προκάλεσε η «διαπραγμάτευση Τσίπρα» στην ελληνική οικογένεια. «Το βάρος των ηρωισμών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ πέφτει στις πλάτες των νοικοκυριών», διαμηνύουν «γαλάζια» στελέχη και η Ν.Δ. θα επικεντρωθεί στην προσπάθεια να αναδείξει τα βάρη όχι μόνον από την αύξηση της άμεσης φορολογίας και του ασφαλιστικού στους... «ταξικούς εχθρούς» της κυβέρνησης (κατά τη φράση περί «ταξικού αποστάτη» του υπ. Εργασίας Γ. Κατρούγκαλου), αλλά και στα πλέον ασθενή στρώματα τόσο λόγω των περικοπών στις συντάξεις και το ΕΚΑΣ όσο και εξαιτίας της επιβάρυνσης από τους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, τέλη Διαδικτύου, φόρος στα καύσιμα).
Το δεύτερο επιχείρημα προς αποδόμηση της επικοινωνιακής αντεπίθεσης που επιχειρεί το Μαξίμου αφορά στο «κερασάκι» του χρέους, που αναμένεται να επικαλεστεί ο κ. Τσίπρας ως επιτυχία. «Εξαγοράζει ακριβά, με πολύ βαριά μέτρα, κάτι δοσμένο στη χώρα από το 2012», υπογραμμίζουν συνεργάτες του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, την ίδια στιγμή που το οικονομικό επιτελείο του κόμματος (Χρ. Σταϊκούρας, Χρ. Δήμας, αλλά και ο Στ. Πέτσας, μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας μέχρι τα τέλη του 2014) προετοιμάζει σειρά στοιχείων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «πόλεμος εντυπώσεων» που επιχειρεί το Μέγαρο Μαξίμου.
Ο κ. Μητσοτάκης εισέρχεται σε αυτή τη νέα φάση της πολιτικής αντιπαράθεσης με τον κ. Αλ. Τσίπρα με τη δυναμική που του δίνει το κλείσιμο των, όποιων, εσωτερικών μετώπων στο κόμμα και, κυρίως, το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα του ιδίου και της Ν.Δ. έναντι του πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάλπες και σενάρια για 180
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η κίνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θέτει εκ των πραγμάτων και νέα δεδομένα για τη μέχρι τώρα στρατηγική του κόμματος.
Το αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης και εκλογές προφανώς θα παραμείνει στην αιχμή του επικοινωνιακού δόρατος της Ν.Δ., δεδομένου ότι, ακόμη κι αν ο κ. Τσίπρας έχει λάβει την απόφαση να σύρει όσο πιο μακριά μπορεί το κυβερνητικό κάρο, το ενδεχόμενο ενός πολιτικού ατυχήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αλλωστε, δεν είναι λίγα τα στελέχη στο «γαλάζιο» επιτελείο που δεν αποκλείουν, ήδη από τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα να εισέλθει ξανά σε εκλογική τροχιά κάτω από το βάρος της αδυναμίας της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, καθώς θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την κοινωνική κατακραυγή.
Τα τελευταία 24ωρα, ωστόσο, μία νέα παράμετρος έχει προστεθεί στη στρατηγική και τακτική εξίσωση που καλείται να απαντήσει η Νέα Δημοκρατία. Και αυτή η παράμετρος δεν είναι άλλη από το ενδεχόμενο να ζητηθεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, μαζί με τον μηχανισμό αυτόματης περικοπής δαπανών, να εγκριθεί από ειδική πλειοψηφία 180 βουλευτών, με το επιχείρημα ότι το όποιο περιεχόμενο του μηχανισμού αφορά περίοδο στα όρια ή πέραν του βίου της παρούσας κυβέρνησης.
Εφόσον το σενάριο αυτό επιβεβαιωθεί, η πίεση προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα είναι διπλή. Το ένα ενδεχόμενο είναι η απαίτηση για ευρύτερη πολιτική αποδοχή του μηχανισμού να έλθει ως προαπαιτούμενο από το Eurogroup, τους πιστωτές δηλαδή της χώρας, όπως συνέβη και τον περασμένο Ιούλιο με τις προβλέψεις του τρίτου μνημονίου. Το έτερο ενδεχόμενο είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός να υιοθετήσει την ευρωπαϊκή απαίτηση για συναίνεση και να ζητήσει από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν, διασφαλίζοντας έτσι την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Εύκολες απαντήσεις για τη Ν.Δ. στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπάρχουν, καθώς στη μία περίπτωση θα βρεθεί να συμπράττει με μία κυβέρνηση, την παραίτηση της οποίας ζητεί, στην άλλη να αντιστρατεύεται τη βασική στρατηγική επιλογή της για παραμονή στην Ευρωζώνη. Οι απαντήσεις αυτές θα καταστούν ακόμη πιο δύσκολες εάν ο κ. Τσίπρας δεν υπαναχωρήσει τελικά (σ.σ. κανένα σκέλος των μνημονίων μέχρι σήμερα δεν απαιτήθηκε να εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία), αλλά να εκμεταλλευτεί την περίσταση, προκειμένου να δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κύριο άγχος του «γαλάζιου» επιτελείου δεν αφορά στους τακτικούς χειρισμούς του κ. Τσίπρα. Στη Συγγρού, άλλωστε, θεωρούν νομοτελειακή τη νίκη της Ν.Δ. και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Υπό την έννοια αυτή, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί και στη δυνατότητα υλοποίησης μιας άλλης πολιτικής που, χωρίς να ακυρώνει τους στόχους που ούτως ή άλλως έχουν αναληφθεί από τη χώρα, θα βασίζεται στην περικοπή δαπανών και στις μεταρρυθμίσεις και λιγότερο στη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση των πάντων.
Τα σενάρια εκλογών και δημοψηφίσματος
Πλην του σεναρίου των εκλογών, το οποίο επεδίωξε να ακυρώσει προκαταβολικά ο κ. Μητσοτάκης, σπεύδοντας να ζητήσει ο ίδιος παραίτηση της κυβέρνησης, στο «γαλάζιο» επιτελείο εξετάστηκε, το τελευταίο διάστημα, και το σενάριο του δημοψηφίσματος, αν και είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσε να έχει λογικό έρεισμα η πραγματοποίησή του. Ωστόσο, δεδομένου του απρόβλεπτου των πολιτικών χειρισμών του πρωθυπουργού, το δημοψήφισμα τέθηκε στο τραπέζι ως ένα ενδεχόμενο. Εκεί ήταν που, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», αφού επιβεβαιώθηκε ότι θα πρόκειται για το χειρότερο δυνατό σενάριο, υπήρξε μία πρώτη σκέψη για τη «γαλάζια» απάντηση. Που δεν είναι άλλη από την απονομιμοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας του πρωθυπουργού, μέσω της... αποχής.
Με απλά λόγια, σε συνεννόηση και με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, θα μπορούσε η Νέα Δημοκρατία να ζητήσει από τους πολίτες να απέχουν από ένα «προσχηματικό δημοψήφισμα». Σύμφωνα με τον Ν. 4023/2011, το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό, όταν στην ψηφοφορία λάβει μέρος τουλάχιστον το σαράντα τοις εκατό (40%) όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους (ή 50% εάν πρόκειται για ψηφισμένο νομοσχέδιο). Αν συνυπολογιστεί ότι στο, ιδιαιτέρως πολωτικό, δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου, η συμμετοχή περιορίστηκε στο 62,50%, καθίσται προφανές ότι μία συγκροτημένη προσπάθεια της αντιπολίτευσης υπέρ της αποχής, πιθανότατα θα καθιστούσε κενό γράμμα την όποια τακτική κίνηση του Μαξίμου.