αμετροέπεια είναι...
( λόγια λέξη [1887] < αρχ. ἀμετροεπής < ἄμετρος+ ἔπος «λόγος»)
= έλλειψη μέτρου στα λεγόμενα, πολυλογία, κενολογία
Π.χ. «Παρά την αναμφισβήτητη μόρφωσή του η αμετροέπεια στους λόγους του προκαλεί δυσμενείς εντυπώσεις και τον αδικεί»