Τι σημαίνει ...


Ξενηλασία είναι...


(αρχαία λέξη ξενηλασία «[στην αρχαία Σπάρτη] η εκδίωξη από την πόλη ξένων, εφόσον θεωρούνταν ανεπιθύμητοι ή επικίνδυνοι για τα σπαρτιατικά ήθη» < ξένος + ἐλαύνω «οδηγώ, θέτω σε κίνηση». Ομόρριζα : επ-ελαύνω - επέλαση, απελαύνω – απέλαση, προ-ελαύνω – προέλαση, ελατός – -ηλασία [ποδ-ήλατο – κωπ-ηλασία], έλασμα, ελαστικός, ελατήριο, έλα)
= απέλαση ξένων, εκδίωξη ή καταδίωξη τού ξενικού ως επικίνδυνου

π.χ. «Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει γράψει για το θέμα τής γλωσσικής ξενηλασίας, τής εκδίωξης δηλ. από τη γλώσσα των ξένων λέξεων».