Σπουδάρχης σημαίνει...
(αρχαία λέξη < σπουδή «βιασύνη» + -άρχης < ἄρχω, δήλωνε «αυτόν που σπεύδει να καταλάβει αξιώματα πρώιμα ή παρ’ αξίαν», είναι δηλ. κακόσημο· συνώνυμο και ομόρριζο είναι και το επίσης αρχαίο ουσιαστικό σπουδαρχίδης, που αρχικά δήλωνε ως πατρωνυμικό «τον γυιο τού σπουδάρχη», για να φθάσει στη λόγια γλώσσα να σημαίνει ότι το σπουδάρχης.
Παράγωγο τού σπουδάρχης η λέξη σπουδαρχία).
= ο επιδιώκων με κάθε τρόπο να καταλάβει αξιώματα, φίλαρχος, αρχομανής
π.χ. «Χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα, μεγαλομανής και σπουδάρχης όπως ήταν, πάσχιζε πάντα να καταλάβει υψηλές θέσεις εξουσίας για να αυτοκαταξιωθεί».