Τι σημαίνει ...


επηρμένος  είναι...


(αρχαία λέξη, μετοχή παρακειμένου τού ἐπαίρομαι· το αρχαίο επαίρω σήμαινε «υψώνω – σηκώνω» κι από αυτό προήλθε το παίρνω [ἐπαίρω > επαίρνω > παίρνω]. Παράγ. Έπαρση)
= αλαζόνας, φαντασμένος, υπερόπτης

π.χ. «Δεν τον συμπαθούν στο γραφείο, διότι είναι ένα άτομο επηρμένο, που θέλει πάντοτε να δείξει ότι υπερέχει των άλλων»