Ούγο Τσάβες 1954 – 2013


Αμφιλεγόμενος πολιτικός...



 ηγέτης, που κυβέρνησε τη Βενεζουέλα από το 1998 έως το 2013. Για τα λαϊκά στρώματα της πετρελαιοπαραγωγού Βενεζουέλας και της Λατινικής Αμερικής ήταν ο ήρωάς τους, για τους Αμερικανούς ήταν δικτάτορας και ο κληρονόμος του Φιντέλ Κάστρο, που έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Δύσης στη Λατινική Αμερική.

Ο Ούγο Ράφαελ Τσάβες - Φρίας (Hugo Rafael Chávez Frías) γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1954 στην πόλη Σαμπανέτα της βορειοδυτικής Βενεζουέλας. Ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά ενός ζευγαριού δασκάλων, οι οποίοι τα έφερναν δύσκολα, γι’ αυτό και ο μικρός Ούγο μεγάλωσε με τη γιαγιά του. Πιστός Καθολικός, ξεκίνησε από παπαδάκι στην τοπική εκκλησία και προς στιγμήν σκέφτηκε να ακολουθήσει το ιερατικό σχήμα. Τελικά, τον κέρδισε ο στρατός και την περίοδο 1971-1975 φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Καράκας. Μετά την αποφοίτησή του τοποθετήθηκε ως αξιωματικός διαβιβάσεων κοντά στη γενέτειρα του.

Είχε όλο τον χρόνο να διαβάσει Μαρξ, Λένιν, Μάο, Γκεβάρα και βιβλία για τον στρατηγό Εζέκιελ Ζαμόρα (1817-1860), τον οποίο θαύμαζε. Ο Ζαμόρα ήταν μία από τις ηγετικές προσωπικότητες των φιλελευθέρων στις εμφύλιες συγκρούσεις με τους συντηρητικούς μεγαλοτσιφλικάδες της Βενεζουέλας το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η εμπλοκή του στην καταδίωξη επαναστατικών οργανώσεων της Αριστεράς και η σκληρότητα που τις αντιμετώπιζε ο στρατός, τον έπεισε ότι η χώρα χρειαζόταν μία αριστερή κυβέρνηση για να πατάξει τη διαφθορά, που βασίλευε τόσο στο στρατό, όσο και στην πολιτική εξουσία, στην οποία εναλλάσσονταν δύο κόμματα, ένα κεντροδεξιό και ένα κεντροαριστερό.

Το 1983 ίδρυσε μέσα στους κόλπους του στρατού ένα μυστικό πυρήνα με την επωνυμία «Μπολιβαριανό Επαναστατικό Κίνημα 200» (MBR-200), με πηγή έμπνευσης τον Ζαμόρα, αλλά και τον Σιμόν Μπολιβάρ, τον απελευθερωτή της Λατινικής Αμερικής από την ισπανική κατοχή. Στις 4 Φεβρουαρίου 1992 ηγήθηκε πραξικοπήματος κατά του κεντροαριστερού προέδρου της Βενεζουέλας, Κάρλος Άντρες Πέρες, το οποίο είχε αιματηρή κατάληξη, με 18 νεκρούς και 60 τραυματίες. Η απόπειρα για την κατάληψη της εξουσίας απέτυχε και ο Τσάβες συνελήφθη. Μέσα από τη φυλακή πραγματοποίησε και δεύτερη απόπειρα πραξικοπήματος, το Νοέμβριο του 1992, το οποίο απέτυχε επίσης.

Το 1994 ο Τσάβες βγήκε από τη φυλακή με αμνηστία και αποφάσισε να κινηθεί με κοινοβουλευτικά μέσα για την κατάληψη της εξουσίας και την πραγμάτωση των οραμάτων του. Το «Μπολιβαριανό Επαναστατικό Κίνημα 200» έγινε πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «Κίνημα για την Πέμπτη Δημοκρατία» (MVR) και άρχισε να αποκτά μαζικό χαρακτήρα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1998 εξελέγη πρόεδρος της Βενεζουέλας και άρχισε να εφαρμόζει το πρόγραμμά του, που περιλάμβανε αναδιανομή της γης, προγράμματα στέγασης, μόρφωσης, περίθαλψης και παιδείας για τους φτωχούς. Ακολούθησε η σαρωτική νίκη του κόμματός του στις εκλογές για τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση, αφού κατέλαβε της 120 από τις 131 έδρες του κοινοβουλίου.

Βάσει του νέου Συντάγματος, η χώρα μετονομάστηκε σε «Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας», για να τιμηθεί ο ήρωας της ανεξαρτησίας, Σιμόν Μπολιβάρ. Η θητεία του προέδρου αυξήθηκε σε 6 χρόνια και επετράπη η δεύτερη θητεία, ενώ δόθηκαν μεγαλύτερα δικαιώματα. Οι πολιτειακές αλλαγές εγκρίθηκαν σε δημοψήφισμα, το Δεκέμβριο του 1999. Τον Ιούλιο του 2000 διεξήχθησαν εκλογές για την Εθνοσυνέλευση. Ταυτόχρονα, ο Τσάβες πέτυχε την επανεκλογή του στην προεδρία το 2001.

Τον Απρίλιο του 2002 η εξουσία του αμφισβητήθηκε από τον στρατό και την παλιά ελίτ της χώρας, που άρχισε να χάνει τα προνόμια της. Οι ΗΠΑ δρούσαν πάντα υπογείως για να ανατρέψουν τον Τσάβες, τον οποίο θεωρούσαν ένα νέο Κάστρο, που θα έβαζε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους στη δική τους «αυλή», όπως θεωρούσαν τη Λατινική Αμερική. Ο Τσάβες έχασε για λίγες μέρες την εξουσία, άλλα επανήλθε θριαμβευτικά με τη βοήθεια των υποστηρικτών του στις 13 Απριλίου.

Στις 3 Δεκεμβρίου 2006 ο Τσάβες επανεξελέγη πρόεδρος της Βενεζουέλας για έξι ακόμη χρόνια, με το εντυπωσιακό 63% των ψήφων. Και σε αυτές τις εκλογές η κοινωνία της Βενεζουέλας ήταν ιδιαίτερα πολωμένη. Τα μεγάλα στρώματα των φτωχών, το 80% του πληθυσμού, επικρότησε τα φιλολαϊκά μέτρα του Τσάβες στην υγεία, την παιδεία και τη στέγαση, που χρηματοδοτήθηκαν από την αναδιανομή των κερδών από το πετρέλαιο, ενώ η πλειονότητα των μελών της μεσαίας τάξης και η βαθύπλουτη πετρελαϊκή ελίτ τον θεωρούσε ακόμα δικτάτορα.

Η επανεκλογή του για τρίτη φορά ερμηνεύτηκε από τον Τσάβες ως ψήφος υπέρ του σοσιαλιστικού του σχεδίου. Προεκλογικά είχε εξαγγείλει την επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης με τη διανομή σε ακτήμονες μεγάλων γεωργικών «τσιφλικιών» και την ενίσχυση του κρατικού ελέγχου στο πετρελαϊκό μονοπώλιο της χώρας. Τη βραδιά της επανεκλογής του φώναζε στους χιλιάδες οπαδούς του που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το προεδρικό μέγαρο Μιραφλόρες: «Ζήτω η σοσιαλιστική επανάσταση! Το πεπρωμένο έχει γραφτεί». «Μια νέα εποχή ξεκίνησε», συνέχιζε, «Δείξαμε ότι η Βενεζουέλα είναι κόκκινη! ...Κανείς δεν πρέπει να φοβάται το σοσιαλισμό... Ο σοσιαλισμός είναι ανθρώπινος. Ο σοσιαλισμός είναι αγάπη. ...Κάτω ο ιμπεριαλισμός! Χρειαζόμαστε ένα καινούργιο κόσμο!», εξαπολύοντας, παράλληλα, μια ακόμη επίθεση στο «διάβολο» Τζορτζ Μπους.

Τον επόμενο χρόνο ο Τσάβες υπέστη την πρώτη του ήττα, με την καταψήφιση των σχεδιαζόμενων από τον ίδιο συνταγματικών τροποποιήσεων. Στο σχετικό δημοψήφισμα στις 2 Δεκεμβρίου 2007 οι πολίτες με οριακή πλειοψηφία 50,7% έναντι 49,2%, απέρριψαν το πακέτο των μεταρρυθμίσεων, με το οποίο θα μπορούσε να διεκδικεί εφ’ όρου ζωής την επανεκλογή του, να καταργήσει την αυτονομία της κεντρικής τράπεζας, να ενισχύσει τον έλεγχό του στις ένοπλες δυνάμεις και να περιορίσει την ελευθεροτυπία σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.

Όμως, στις 15 Φεβρουαρίου 2009 κέρδισε το δημοψήφισμα για την κατάργηση του συνταγματικού άρθρου, το οποίο περιόριζε στις δύο θητείες την παραμονή του ίδιου προσώπου στο ανώτατο αξίωμα της χώρας κι έτσι μπορούσε να διεκδικήσει και τρίτη  προεδρική θητεία. Στις βουλευτικές εκλογές που διενεργήθηκαν το 2010, το κυβερνών Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, όπως είχε μετονομαστεί το κόμμα του από το 2007, κέρδισε τις εκλογές, χωρίς όμως αυτοδυναμία.

Το 2011 ο Τσάβες ασθένησε σοβαρά από καρκίνο κι εμπιστεύτηκε την τύχη της υγείας του σε Κουβανούς γιατρούς στην Αβάνα. Καίτοι σοβαρά άρρωστος  κέρδισε και τις προεδρικές εκλογές της 7ης Οκτωβρίου 2012, εξασφαλίζοντας μία νέα εξαετή θητεία. Όμως, ο καρκίνος τελικά τον κατέβαλε και ο Ούγο Τσάβες άφησε την τελευταία του πνοή τις πρώτες απογευματινές ώρες της 5ης Μαρτίου 2013. Στις τελευταίες ώρες της ζωής του τον συντρόφευσαν τα τέσσερα παιδιά του από τους δύο γάμους του, με τη συντοπίτισσά του Νάνσι Κολμενάρες και τη δημοσιογράφο Μαριζάμπελ Ροντρίγκες (1997-2004).

Στα δεκατρία χρόνια που κυβέρνησε τη Βενεζουέλα ο Τσάβες, πολλά άλλαξαν προς το καλύτερο, ιδίως για τα λαϊκά στρώματα. Αυτό που δεν άλλαξε προς το καλύτερο ήταν ο υψηλότατος πληθωρισμός, που σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας, έκλεισε στο 27,5% το 2010, ενώ στα τρόφιμα το ποσοστό ανόδου έφθασε και το 40%. Εξίσου σοβαρό και το θέμα της ασφάλειας. Ακόμα και ο ίδιος ο Τσάβες αναγνώρισε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει μονάδες του Στρατού για να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα.

Ο Τσάβες υπήρξε σφοδρός πολέμιος του νεοφιλελευθερισμού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως αποκαλούσε την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, αν και ποτέ δεν διέκοψε την παροχή πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρουσιάστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Λατινικής Αμερικής ως ο κληρονόμος του Φιντέλ Κάστρο και δημιούργησε «κλώνους», όπως ο Έβο Μοράλες της Βολιβίας. Καλλιέργησε μία επαναστατική, αλλά αμφιλεγόμενη εικόνα, έχοντας πολιτική φιλία με «προσωπικότητες-παρίες» της διεθνούς πολιτικής σκηνής, όπως ο Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης, ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ του Ιράν και ο Μπασάρ αλ-Άσαντ της Συρίας.