Του Γιάννη Αγγέλη
Οι ερμηνείες για τα καλά και τα…
κακά της επικείμενης συνάντησης Obama-Merkel στην Ουάσινγκτον δίνουν και παίρνουν τα τελευταία 24ωρα. Αλλά από όλες σχεδόν τις προσεγγίσεις της συνάντησης, ένα στοιχείο εκτιμήσεων παραμένει σχεδόν σταθερά στο περιθώριο: τα χρήματα.
Μια προσεκτική ματιά στο περιεχόμενο της συζήτησης μεταξύ των δύο ηγετών αύριο στην Ουάσιγκτον επιτρέπει να παρατηρήσουμε τρία στοιχεία:
- Οι ΗΠΑ εξακολουθούν στην βασική τους εκτίμηση να επιμένουν ότι ένα «ατύχημα» θα επηρεάσει άσχημα την διεθνή οικονομία και θα κοστίσει στην αμερικανική οικονομία, πέραν της ζημιάς που θα προκαλέσει στην Ευρωζώνη. Για τον λόγο αυτό επιμένουν σε άμεση συνεννόηση Αθήνας Βρυξελλών που θα στηρίζεται σε δύο στοιχεία: την υπέρβαση της πολιτικής λιτότητας που έχει επιβάλει το μνημόνιο, αλλά με την συνοδεία μεταρρυθμίσεων «που θα καταστήσουν την οικονομία ανταγωνιστική διεθνώς».
- Η Ευρωζώνη δια της κας Μέρκελ επιμένει στην εφαρμογή του προγράμματος ως έχει και στην συνέχεια ανάληψη πρωτοβουλιών για ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης. Και σε κάθε περίπτωση καμία συζήτηση για κούρεμα στο «επίσημο» χρέος.
- Το ΔΝΤ παρά την στάση αναμονής που διατηρεί έναντι Αθήνας-Βερολίνου, εντούτοις έχει ξεκαθαρίσει ότι τα δάνειά του προς την Αθήνα δεν επιδέχονται «κούρεμα» και η οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους είναι… υπόθεση της ευρωζώνης. Επιμένει δε και αυτό στην αυστηρή τήρηση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ θέλουν μεν να βγει το «αγκάθι» Ελλάδα από τα πλευρά της Ευρωζώνης για να μη συμβούν στην αμερικανική οικονομία όσο έγιναν το 2010, αλλά αυτός που θα πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό είναι η Ευρωζώνη.
Και αυτό δεν το ισχυρίζονται τώρα, το έχουν «νομοθετήσει» με απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 στην οποία η Ευρωζώνη -όπως επίμονα υπενθυμίζει το Capital.gr και το «Κεφάλαιο» από τότε- έχει δεσμευθεί έναντι του ΔΝΤ να διασφαλίσει την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους από την στιγμή που ο προϋπολογισμός της Ελλάδας αρχίσει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα.
Αυτά έχουν συμφωνηθεί μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης από τότε.
Και αν αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη το εξαιρετικά σοβαρό και θεσμικά κρίσιμο -ως προς τις ευθύνες που το συνοδεύουν- ερώτημα γιατί η Ελλάδα δεν ζήτησε εδώ και ένα χρόνο την ενεργοποίηση αυτής της συμφωνίας, είτε από το ΔΝΤ, είτε από την Ευρωζώνη, παραμένουν δύο άλλα ερωτήματα που συνδέονται με την συνάντηση της Δευτέρας:
- Γιατί οι ΗΠΑ αντίθετα από μεγάλη μερίδα ευρωπαίων, επιμένουν ότι η παγκόσμια οικονομία, παραμένει δέσμια των συνεπειών από ένα «ατύχημα» στην Ελλάδα;
- Πόσο χρήσιμο είναι στην Ευρωζώνη το ευρώ να διατηρείται σε χαμηλές πτήσεις σε σχέση με τα νομίσματα των βασικών εταίρων της με την βοήθεια της απειλής «ατυχήματος» στην Ελλάδα;
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μπορεί να θυμηθεί κανείς ότι η αποτελεσματικότητα του πρώτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE 1) το 2010 δέχθηκε ισχυρό πλήγμα και οι ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να δρομολογήσουν το QE 2, αφού πρώτα, μετά από ασφυκτικές πιέσεις της Ουάσιγκτον, η κα Μέρκελ είχε υποχρεωθεί να δρομολογήσει το πρώτο πρόγραμμα στήριξης στην Ελλάδα δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.
H “περιπέτεια» του 2012 άφησε επίσης το δικό της αποτύπωμα στην διεθνή οικονομική κατάσταση. Και σε κάθε περίπτωση με το παγκόσμιο χρέος να έχει αυξηθεί -αντί να μειωθεί- από το 2008 με περισσότερα από 55 τρισ. δολάρια, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς την τεράστια μόχλευση στον σκιώδη κόσμο των παραγώγων, είναι μάλλον εύκολο να καταλάβει κανείς τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον για τις συνέπειες μιας «κρατικής» χρεοκοπίας το 2015 επτά χρόνια μετά την Lehman Brothers.
Όσο για το δεύτερο ερώτημα, η απάντηση περιέχει ένα αναμφισβήτητο στοιχείο: η προσφορά του «φθηνού» ευρώ στην προσπάθεια αντιμετώπισης του αποπληθωρισμού μπορεί εύκολα να αποβεί πιο αποτελεσματική από το υπό προϋποθέσεις πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια, είναι πολύ εύκολο να υποθέσει κανείς ότι ο κ. Τσίπρας την Δευτέρα, στην συζήτηση μεταξύ του κ. Obama και της κας Merkel, θα πάει αρκετές φορές πέρα-δώθε μεταξύ των δύο ηγετών, αλλά το κίνητρο των δύο ηγετών σ’ αυτή την διελκυστίνδα κάθε άλλο παρά με το μέλλον και την τύχη των νοικοκυριών στην Ελλάδα θα έχει να κάνει, όσον αφορά τις τελικές επιλογές.
Πολύ περισσότερο που κανένας από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να βάλει το χέρι στην τσέπη… Θα το δούμε άλλωστε αυτό να επιβεβαιώνεται στις επόμενες 24 ώρες και να αποτυπώνεται στις επίσημες δηλώσεις των δύο ηγετών.