Ο Έλληνας πρωθυπουργός...
ολοκληρώνει το πρωί την επίσκεψή του στην Κύπρο και μεταβαίνει το απόγευμα στη Ρώμη για να συναντηθεί με τον Ματέο Ρέντσι, ο οποίος έχει εκφραστεί υπέρ της στροφής της Ευρώπης από τις πολιτικές λιτότητας σε αυτές της ανάπτυξης
Στην πράξη αρχίζει να δοκιμάζεται από σήμερα το εγχείρημα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να συμπτύξει μέτωπο με ευρωπαίους ηγέτες που διαφωνούν με τη συνταγή λιτότητας του Βερολίνου (Ρεντσι, Ολάντ και ίσως Γιούνκερ) και ενώ γίνεται σαφές ότι η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να αποκόψει την Αθήνα από τις εν δυνάμει συμμαχικές της χώρες: δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά την Ιταλία και την Γαλλία, στις οποίες εναποθέτει πολλές ελπίδες η Ελλάδα, η γερμανική κυβέρνηση τις έχει από... κοντά - πριν και μετά από τις επαφές που κάνει ή προγραμματίζει η Αθήνα το Βερολίνο κάνει τις δικές του παρεμβάσεις στις δυο αυτές χώρες.
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη την αρχική, τουλάχιστον, άρνηση των Μέρκελ - Σόιμπλε να αλλάξουν οτιδήποτε στην αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος, γίνεται όλο και πιο αναγκαίο να εμπεδωθεί, μέσω της εξεύρεσης συγκεκριμένων συμμαχιών, ένα κλίμα σταθερότητας, που θα αποτρέψει για το επόμενο κρίσιμο διάστημα κραδασμούς στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Ο κ. Τσίπρας, που ολοκληρώνει το πρωί την επίσκεψή του στην Κύπρο, μεταβαίνει το απόγευμα, στη Ρώμη για να συναντηθεί με τον Ιταλό ομόλογό του Ματέο Ρέντσι, ο οποίος έχει εκφραστεί υπέρ της στροφής της Ευρώπης από τις πολιτικές λιτότητας σε αυτές της ανάπτυξης. Από τον κεντροαριστερό Ιταλό ηγέτη ο Έλληνας πρωθυπουργός αναζητεί σαφείς ενδείξεις στήριξης της εκστρατείας του, γνωρίζοντας ότι το μήνυμα της πρώτης από τις τρεις συναντήσεις που έχει αυτό το διήμερο θα είναι εξαιρετικά σημαντικό (αύριο πάει σε Βρυξέλλες για συνάντηση με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και στο Παρίσι για συνομιλίες με τον Φρανσουά Ολάντ).
Ενδεικτικό της κρισιμότητας που έχει η συνάντηση με τον Ρέντσι, είναι και το γεγονός ότι νωρίτερα το μεσημέρι θα βρεθεί στην ιταλική πρωτεύουσα και ο υπουργός Οικονομικών Γιαννης Βαρουφακης για γεύμα εργασίας με τον Ιταλό ομόλογό του Πικοάν.
Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι αυτό το πρώτο καθοριστικό διάστημα να εξασφαλίσει, με τη λεγόμενη "συμφωνία - γέφυρα", τη σταθερότητα στην ελληνική οικονομία, μέσω της αδιατάρακτης ροής ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και χρόνο ώστε να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, με προσήλωση στην δημοσιονομική εξυγίανση, χωρίς περαιτέρω περικοπές, το οποίο θα πείσει δανειστές και εταίρους να θέσουν το ελληνικό πρόβλημα σε νέα βάση.
Το δύσκολο στο εγχείρημα αυτό είναι η κατηγορηματική της άρνηση να ολοκληρώσει το μνημονιακό πρόγραμμα, που άφησε στη μέση η προκάτοχός της και προϋποθέτει τη λήψη νέων σκληρών μέτρων, και, συνεπαγόμενα, να δεχθεί οποιαδήποτε συνεργασία με την τρόικα, που έχει αποστολή την υλοποίηση αυτού του προγράμματος.
"Δεν πρόκειται να κάνουμε πίσω σε αυτό" διαμηνύει στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσιπρα, παρά τις πιέσεις που ασκεί το Βερολίνο για υπαναχώρηση της Αθήνας.
Η κυβέρνηση εκτιμά ότι είναι λογικό να αντιδρούν οι Μερκελ και Σόιμπλε στην ελληνική αυτή θέση, αλλά εκτιμά ότι σύντομα θα καμφθούν οι αντιρρήσεις τους, τόσο υπό την πίεση άλλων πλευρών, όπως η Ουάσιγκτον, η Κομισιόν και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά και εξαιτίας της ελληνικής διαβεβαίωσης ότι επιθυμεί τη συνεργασία με δανειστές και εταίρους, πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και δεν επιδιώκει μονομερείς ενέργειες ή ρήξη.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ενδιαφέρον να σαφηνιστεί σήμερα εάν η κίνηση του κ. Βαρουφακη, που "τράβηξε" από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης το αίτημα για κούρεμα του χρέους, έναντι μιας άλλης βιώσιμης λύσης, αποτελεί πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών (και για ποιο λόγο προφανώς) ή συνειδητή κίνηση της κυβέρνησης για να αποφορτίσει τις συζητήσεις και να διευκολύνει μια προσέγγιση με τους Γερμανούς.
Σημειωτέον ότι η Αθήνα ήδη στρέφει την προσοχή της και πιθανόν προετοιμάζει από την πλευρά της, την, έστω και άτυπη, συνάντηση που θα έχει ο κ. Τσιπρας με την καγκελάριο Μερκελ στις 12 Φεβρουαρίου στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ. Κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι μέχρι τότε θα πρέπει να έχουν γίνει κάποια ουσιαστικά βήματα τουλάχιστον για τη διαδικασία με την οποία θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες η συζήτηση για το ελληνικό πρόβλημα.